Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Η Ξωτικιά By Martin McDarren

Η Ξωτικιά…


«ξέρω ότι είναι καλύτερα να ακούς αληθινά ψέματα
παρά ψεύτικες αλήθειες.»









Πρόλογος στην Ιστορία


Σε αυτή την ιστορία έχω αλλάξει τα ονόματα τους τόπους και μερικά από τα γεγονότα γιατί έτσι μου ζητήθηκε από έναν γέρο άνθρωπο. Σέβομαι την απαίτησή  του και τον εκτιμάω βαθιά για το δώρο που μου έκανε.
Έχω προσθέσει κάποια δικά μου, για χάρη της αφήγησης και της πλοκής αν και προσπάθησα να τηρήσω μια αναλογία που ενώ δεν θα αποκάλυπτε τους ανθρώπους, θα άφηνε να φανούν οι χαρακτήρες τους.
Με έβαλε τότε να του υποσχεθώ ότι αν ποτέ την γράψω, δεν θα πω κάτι που να κάνει αυτόν ή τα μέρη του, τουριστικό αξιοθέατο και ακόμα περισσότερο, τίποτα που θα είναι γυμνή η αλήθεια.
Τίποτα που να παρακινήσει κάποιον να αναζητήσει αποδείξεις και σημάδια για όσα πρόκειται να σας διηγηθώ.

Δεν το είχα σκοπό έτσι κι αλλιώς κι ήμουν σίγουρος ότι ήξερε από μόνος του πως θα το έκανα και χωρίς να μου το ζητήσει.
Αλλιώς, πιστεύω ακόμα και τώρα ότι δεν θα του έπαιρνα κουβέντα. Κι όχι ότι τον ένοιαζε τόσο για τον εαυτό του, αλλά ήξερα ότι η αν ιστορία του έμοιαζε με παραμύθι στους ανύποπτους ανθρώπους θα την άκουγαν αβίαστα και θα έπαιρναν ότι είχε να τους δώσει χωρίς να μπαίνουν σε σκοτούρες και αναίτιους προβληματισμούς για το πόσο πραγματική είναι.
 Αν πάλι έμπαινα στον πειρασμό να την γράψω σαν μια ντοκιμαντέρ, θα παρακινούσα κάποιους να προσπαθήσουν να την διαψεύσουν ή να την επαληθεύσουν (το ίδιο κάνει) και θα έπρεπε να προδώσω ονόματα και τόπους. Θα τους έβαζα άθελά μου να κρίνουν και να ψέξουν την αληθοφάνεια και όχι την αλήθεια που έτσι κι αλλιώς δύσκολα θα τους άγγιζε.
Οι άνθρωποι, οδηγημένοι από περιέργεια, θα του έκαναν τη ζωή μαρτύριο με ηλίθιες ερωτήσεις. Θα αμολιόντουσαν και θα όργωναν τα βουνά της περιοχής μέχρι να βρουν τις αποδείξεις για τούτη την ιστορία.
Θα ανασκάλευαν αδιάκριτα παλιά πράματα που δεν τους αφορούν και θα τον έκαναν να φτύσει της μάνας του το γάλα αν το μπορούσαν. Μέχρι τουλάχιστο να τους πει ό,τι είχαν ανάγκη να ακούσουν και να του πάρουν ότι του έχει απομείνει.
Μου ζήτησε λοιπόν, να δέσω την αλήθεια με κόμπους από ψέμα.
Και ξέρω ότι είναι καλύτερα να ακούς αληθινά ψέματα από ψεύτικες αλήθειες.
Γιατί έτσι είναι φτιαγμένοι οι άνθρωποι. Αν θέλουν να ανακαλύψουν το μυστήριο για την αλήθεια της ζωής πιάνουν να ξεσκίζουν και μελετάνε ένα πτώμα…


 «Δεν είναι για τα αυτιά τους και το μυαλό τους τούτο το πράμα» μου είχε πει δείχνοντας με το κεφάλι τον κόσμο πίσω του που έπινε κι έτρωγε στο καπηλειό.
«Μπορεί να το προσπαθήσω να τα πω, μα μη νομίζεις πως θα καταλάβουν τίποτε… είμαστε φτιαγμένοι έτσι από τον μεγαλοδύναμο… ή από την ανοησία μας και δεν αλλάζουν αυτά τα πράματα»
Ήταν βλοσυρός και συννεφιασμένος εκτός απ’ τις στιγμές που μιλούσε για την Ιστορία του. Τότε τα μάτια του παίρνανε και φλογίζονταν και λάμπανε σα τις φωτιές του Ιούδα. Εκείνες τις φορές, η θαμπάδα των γερατειών έσβηνε από μέσα τους και με κοιτούσε με ένα βλέμμα που έκοβε σαν καλοακονισμένο ξυράφι. Βαθιά μέχρι το κόκκαλο…

Είμαι επίμονος από τη φύση μου και είχα κάνει περισσότερα από δυο χρόνια δύσκολης έρευνας για να φτάσω σ’ αυτόν τον παράξενα περήφανο άνθρωπο. Τόσο οι δυσκολίες που αντιμετώπισα, όσο κι αυτά που άκουσα για αυτόν, με έκαναν να τον σέβομαι πολύ, πριν ακόμα τον γνωρίσω.

«Ήταν από τους παλιούς τούτος εδώ,» σκεφτόμουν τότε…
«γερή φτιάξη και πραγματικός άντρας. Περήφανος από γεννησιμιού του και μάλλον θα πεθάνει έτσι όρθιος, δυνατός κι αγέρωχος.»
Κρατάω την υπόσχεση που σου έδωσα τότε γέρο μου, μ’ ακούς;


1994 - Επί Τόπου.


Είχα φτάσει επιτέλους στη πηγή της παράξενης όσο και ανατριχιαστικής ιστορίας που είχα ακούσει πριν κάμποσα χρόνια σ ένα ταξίδι μου στην κεντρική Ελλάδα.
Έπιασα από ‘κει ένα νήμα που ακολουθούσα πιστά και βήμα με βήμα από τότε, σαν το σκυλί που κρατάει τη μυρουδιά από τα χνάρια του θηράματός του. Πισωγύρισα πολλές φορές καθώς χτυπούσα το κεφάλι μου πάνω σε αδιέξοδα και άσχετους παραμυθάδες, αλλά δεν παραιτήθηκα ποτέ. Τώρα ήμουν στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Μόνο που δεν ήξερα αν ήταν ο σωστός άνθρωπος τούτος ο γέρος απέναντί μου. Αυτό έμενε να το διαπιστώσω.
Του είπα όλα όσα έμαθα από άλλους για την ιστορία, με το νι και με το σίγμα.
Όσο του διηγιόμουν αυτά που ήξερα, πότε έβλεπα θυμό να βράζει μέσα του και πότε έσκαγε ένα γέλιο σαρκαστικό, σαν να με κορόιδευε πίσω από τα λιπόσαρκα χείλια του…
«Εσύ την πιστεύεις για αλήθεια αυτή την ιστορία;» του είπα όταν τελείωσα, περιμένοντας μια σίγουρη αρνητική απάντηση.
Αλλά ότι και να μου έλεγε θα τον πίστευα.
Από τη μια δεν είμαι εύπιστος… μα από την άλλη ούτε και παραδόπιστος είμαι… και σίγουρα δε με έχω για βλάκα. Αλλά ο γέρος ήταν από κείνους τους ανθρώπους, που μέσα σου ξέρεις ότι δεν θα σου πουν ούτε μια αράδα πέρα από την αλήθεια. Δεν θα προσθέσουν μήτε μια λέξη που να αλλάζει συμφερτικά το νόημα της ιστορίας. Έστω κι αν μου ζήτησε να το κάνω εγώ για χάρη του…
Ο γέρο Παντελής με κοίταξε στα μάτια για πολύ ώρα κι αμίλητος. Είδα τις γωνίες των χειλιών του να σφίγγονται και τις ρυτίδες στο πρόσωπό του να βαθαίνουν, σαν να πέρασαν πάνω του μερικά χρόνια σε λίγα δευτερόλεπτα.
Δεν είχε πει ποτέ ολόκληρη την ιστορία του σε κανέναν. Όταν γύρισε μονάχος του από τα βουνά, οι μόνοι άνθρωποι που μίλησε ήταν οι στενοί συγγενείς αυτών που έχασαν τη ζωή τους εκεί πάνω. Μίλησε στους γονείς δυο κοριτσιών που μαρτύρησαν στα χέρια των ναζί και μετά σώπασε. Είχαν περάσει εξήντα τέσσερα χρόνια από τότε και φυσικά δεν ήμουν σίγουρος ότι θα μιλούσε σε μένα. Άλλωστε δεν ήμουν παρά ένας ξένος.
Δεν ήταν δύσκολο να πλεχτεί  ο μύθος. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ξέρουν τέτοια πράγματα κι αν κρατήσεις την αλήθεια στο σκοτάδι, αρχίζουν να φαντάζονται ιστορίες που ικανοποιούν την ακόρεστη δίψα τους. Έτσι άλλωστε φτιάξαμε θρησκείες και γοργόφτερους μύθους που αντέχουν όρθιοι για ολόκληρες χιλιετηρίδες, ριζωμένοι βαθιά στην πολιτισμική συνείδησή μας.

Με κοίταξε συνοφρυωμένος.
«Δεν την πιστεύω για αληθινή εγώ γιέ μου. Εγώ την ξέρω για αληθινή... Μπορεί να μην είναι γιομάτη με παραμύθια κι έρωτες όπως την έχεις ακούσει εσύ από τα στόματα του κόσμου, αλλά εγώ την ξέρω σα να είναι ραμμένη στο πετσί μου… στο πετσί μου ανάθεμα το…» τώρα είχε ανασηκώσει το γέρικο κορμί του λες και προσπαθούσε να φτάσει τα χρόνια της νιότης του. Τότε που κανένας άντρας δεν θα τον προσέβαλε αν είχε μια στάλα μυαλό στο κεφάλι του… έριξε μια ματιά γύρω του σα να περιφρονούσε όλο τον κόσμο, αλλά σαν να τον φοβόταν κιόλας.
Όταν έπιασε να μιλάει, βάρυνε κι ένοιωσα ότι πίσω από τις λέξεις που ξεστόμιζε κρυβόταν ολόκληρη η ζωή του. Φοβισμένη και λουφαγμένη για να φυλαχτεί από τον θηρευτή που τον λένε ανθρώπινη περιέργεια…






Η Νεραϊδότρυπα


«ήμασταν τρεις άντρες που φυλάγαμε το πέρασμα ολομόναχοι και είχαμε κλείσει δεκαπέντε μέρες νηστικοί… μάλιστα κύριε.» είπε χαμηλόφωνα σαν να μιλούσε στον εαυτό του ο γέρο Παντελής.
«Εγώ, ο Γιώρης κι ο Γιάννικος, παλικαράκια τότε, που είχαμε βγει στα βουνά με την Εθνοφυλακή και το βασιλικό Στρατό»
« Οι γερμανοί μας είχαν στριμώξει στην άκρη της βοϊδοκοιλιάς και μείς είχαμε καταφύγει στη Νεραϊδότρυπα. Ήταν δύσκολη απόφαση μα εκεί τουλάχιστο θα είχαμε νερό από την πηγή και τη λιμνούλα που ήταν μέσα και μια σχετική ασφάλεια, έστω κι αν ήμασταν τελείως αποκλεισμένοι απ τα περάσματα και τον έξω κόσμο.
Φυσικά φοβόμασταν τα ξωτικά που οι παλιοί λέγανε ότι είχαν το λημέρι τους εκεί πέρα, αλλά δεν είχε τίποτα άλλο να μας προσφέρει για καταφύγιο η περιοχή. Η θα μέναμε ακάλυπτοι στα ανοιχτά και θα μας λιανίζανε οι γερμανοί, ή θα λουφάζαμε σαν τους ποντικούς εκεί μέσα…
Είχαμε μπόλικο φρέσκο νερό αλλά μας έλειπε το φαί… κι οι άνθρωποι δεν τρώνε πέτρες ούτε και χορταίνουν την πείνα τους με σκέτο νερό.
Οι γυναίκες του χωριού προσπάθησαν μερικές φορές για να περάσουν με λίγο ψωμί και κανα φλασκί κρασί, αλλά παίρνανε ντουφεκιές από τους Ναζί όταν ανηφόριζαν κατά πάνω. Κι έτσι περνούσαν οι μέρες με τις κοιλιές μας άδειες να διαμαρτύρονται και τα χνώτα μας να βρωμάνε από την πείνα.
Δυο κορίτσια που έφτασαν κοντά, πιάστηκαν και στο τέλος βασανίστηκαν άγρια από τους γκεσταπίτες πριν προλάβουν να μας βρούνε. Κι ακούγαμε για μέρες ανήμποροι τα ουρλιαχτά τους που τις παίδευαν αυτά τα ανελέητα ρεμάλια» η θλίψη παραμόρφωσε τα χαρακτηριστικά του και τον έκανε να μοιάζει σαν αποστεωμένο φάντασμα γεμάτο με πίκρα και θυμό.

«Αλλά εσύ θέλεις να τα ακούσεις μιας και ταξίδεψες τόσο μακριά από τον τόπο σου κι εγώ θέλω να τα πω… Έχουν περάσει χρόνια και έχω κουραστεί να κουβαλάω τόσο πόνο και στεναχώρια. Θα κοιτάξω να στα βάλω με τη σειρά λοιπόν, γιατί είμαι γέρος και μπορεί να σε μπερδέψω.»

 «Είχαμε καταυλιστεί μέσα στη σπηλιά κι έτσι προστατευόμασταν από τα πυρά τους. Όμως δεν μπορούσαμε να κουνήσουμε ρούπι χωρίς τα βόλια των γερμανών να βουίζουνε σα σφήκες πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Από την άλλη μεριά ήμασταν τυχεροί που η πηγή της Νεραϊδότρυπας είχε καθαρό και γάργαρο νερό.
Ερχόταν κάπου από το απύθμενο βάθος της.
Κανένας δεν ήξερε από πού ανάβλυζε η πηγή γιατί κανένας δεν είχε τολμήσει να πάει μέχρι μέσα στα μαύρα και ζοφερά σκοτάδια της. Εκτός φυσικά από το Γιάννικο γιατί αυτός χαμένος από γεννησιμιού μέσα στην παραξενιά του, δεν φοβόταν τίποτα ποτέ.
Μερικοί τσοπαναραίοι λέγανε ότι αν είχες το κουράγιο να την περπατήσεις την σπηλιά και δεν σε παίρνανε να δε πνίξουν τα αερικά και οι νεραΐδες, θα έφτανες σε έναν πλατύ κάμπο που ήτανε λουλουδιασμένος ολοχρονίς.
Μπορεί λοιπόν να μην ξέραμε από ερχόταν το νερό της, αλλά έφτιαχνε μια λιμνούλα σε μια μεγάλη γούρνα στη μέση της εισόδου του σπηλαίου. Όσο νερό και να ‘παιρνε κανείς, η στάθμη της δεν κατέβαινε αλλά το νερό της δεν έτρεχε πιο έξω απ τη σπηλιά. Λες και το έπινε ο βράχος από κάτω σα σιφόνι.

Μας έκλειναν το φευγιό τα βαθιά φαράγγια και οι απόκρημνοι γκρεμνοί από παντού εκτός από την είσοδο της βοϊδοκοιλιάς που τη φυλούσανε μπαστακωμένοι οι γερμανοί.
Μα όταν το σκέφτομαι, δεν ξέρω αν θα φεύγαμε από ‘κει πέρα. Ακόμα κι αν είχαμε λεωφόρο ολόκληρη πίσω μας. Δεν ήμασταν τίποτα δειλοί και σκιαγμένοι και μέσα μας έβραζε το αίμα της νιότης.

Πεινούσαμε πολύ, αλλά σου είπα πως δεν μπορούσαμε να ξεμυτίσουμε ούτε τόσο δα από τη τρύπα που κρυβόμασταν.

Σαν τα ποντίκια πιασμένοι στην παγίδα ήμασταν και το ξέραμε.

Μόνο μια νύχτα ο Γιώρης, αποφάσισε να πάει στα μουλωχτά και να δει αν είχαν αφήσει κάποιο πέρασμα ανοιχτό οι γερμανοί για να δραπετέψουμε από την αναθεματισμένη τρύπα. Ανάμεσά μας ήταν ο μόνος που μπορούσε να το καταφέρει καθώς ήταν μαθημένος να περπατάει σαν ξωτικό και να χάνεται στις σκιές.
Από μικρό παιδί, ο πατέρας του τον έδερνε πολύ όπου τον έβλεπε τον Γιώρη. Έτσι κι αυτός είχε μάθει να είναι αλαφροπάτητος και σχεδόν αόρατος όταν ήθελε να περάσει απαρατήρητος.
«Αν βρω τρόπο να τους ξεγελάσω…» ψιθύρισε σαν να μιλούσε στον εαυτό του.
«θα πάω στο χωριό και θα φέρω τίποτα να φάμε. Αλλιώς θα ρέψουμε στην πείνα εδώ πέρα… Κι έχε το νου σου Παντελή, όταν γυρίσω μη με πάρεις για γερμανό και με ντουφεκίσεις» είπε και χασκογέλασε με κείνο το σιγανό τρόπο του.
Δεν ήθελα να τον αφήσω να φύγει αλλά ήταν αμετάπειστος και τότε, όπως ήταν πάντα του ο Γιώρης
Μέσα μου πάντως ήξερα ότι είχε δίκιο. Αν ήταν να φύγουμε ζωντανοί από κει πέρα, θα έπρεπε να κάνουμε αναγνώριση και να βρούμε τρόπο να αποφύγουμε τα πυρά των γερμανών… Αν και ‘κείνη τη στιγμή, το φαί έμοιαζε να μας ενδιαφέρει περισσότερο κι από τη ζωή μας…»
Ήπιε μια γουλιά κρασί και ίσιωσε το κορμί του για να ξεπιαστεί από την άβολη καρέκλα.

Μέσα στο χαμηλοτάβανο καπηλειό που καθόμασταν, ήταν πολλοί άνθρωποι που έτρωγαν κι έπιναν και οι περισσότεροι συζητούσαν μεταξύ τους. Κατάλαβα αμέσως ποιοι ήταν οι ντόπιοι όμως. Εκείνοι ήταν αμίλητοι και μας κοιτούσαν προσηλωμένοι.
Δεν έπαιρναν τα μάτια τους από πάνω μας ακόμα κι όταν τα βλέμματά μας διασταυρώνονταν στα ίσια. Δεν ήταν από αγένεια φαντάζομαι όσο από περιέργεια.
Ο γέρος δεν μιλούσε παρά σπάνια στους συγχωριανούς του και ποτέ σε ξένους. Κι εγώ ήταν σίγουρο πως ήμουν ξένος… Η ιστορία που είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον μου είχε ξεστρατίσει από έναν κοντοσυγγενή μιας από τις κοπέλες που χάθηκαν τότε. Διαδόθηκε σαν τη φωτιά σε ξερό χορτάρι και εμπλουτίστηκε με ψέματα και μυθοπλασίες  των αφηγητών της στα χρόνια που ακολούθησαν. Αλλά ο Παντελής ήταν ο μοναδικός που γύρισε ζωντανός από το βουνό και απ’ ότι φαινόταν είχε αποφασίσει να μιλήσει. Και αυτά που είχε να πει ήθελαν να τα ακούσουν όλοι…

«Μόλις ξεμύτισε από τη σπηλιά, τον κατάπιε η νύχτα και το χιόνι που έπεφτε κι έγινε άφαντος… Ο Γιώρης ήξερε να περπατάει αόρατος κι ήταν ελαφρύς χωρίς να του λείπει η δύναμη. Αλλά τόσες μέρες αφάγωτοι μας είχαν καταπτοήσει όλους. Δεν είχαμε χάσει το ηθικό μας όμως, παρά μοναχά όταν ακούγαμε τα ουρλιαχτά των κοριτσιών που τα βασάνιζαν οι γερμανοί.
Τότε κλαίγαμε σα μωρά παιδιά και τρώγαμε τα σίδερα και βλαστημούσαμε θεούς και δαίμονες και την ώρα και τη στιγμή.
Ξοδέψαμε πολλά βόλια προσπαθώντας να αποσπάσουμε τη προσοχή τους από τις κοπέλες και μερικές φορές τα καταφέρναμε. Όταν μείναμε μοναχά με τρεις γεμιστήρες, καταλάβαμε ότι μας έπαιζαν σα μαριονέτες στο θέατρο.
Ο στόχος τους ήταν να εξαντλήσουμε τα πυρομαχικά μας στον αέρα για να έρθουν και να μας περιλάβουν χωρίς κίνδυνο αργότερα. Βλέπεις έπρεπε να ανοίξουν το πέρασμα για να φέρουν στρατό για τον κάμπο κι εκεί που είχαμε κουρνιάσει εμείς τους κόβαμε το δρόμο… και θα ήταν τους ήταν αδύνατον να μας ξετρυπώσουν αν είχαμε εφόδια και πυρομαχικά.

Είχαμε σκοτώσει καμιά δεκαριά από δαύτους όταν προσπάθησαν μια έφοδο στο ξέφωτο και δεν το ξαναδοκίμασαν. Μας ρίξανε κάμποσους όλμους μετά, μα η μπούκα της σπηλιάς ήταν κρυμμένη πίσω από κάτι μεγάλους βράχους και στενή. Η κρυψώνα μας έμοιαζε απρόσβλητη στις βολές τους. Έτσι το παράτησαν κι αυτό και βάλθηκαν να βασανίζουν τις κοπέλες.»





Η Μεγάλη Λάκα…


«Ο Γιώρης έλειψε όλη εκείνη τη νύχτα και γύρισε λίγο πριν χαράξει το ξημέρωμα… δεν μου μίλησε καθόλου και πήγε μπροστά στη φωτιά γιατί τον είχε χλομιάσει το κρύο του βουνού κι έμοιαζε με φάντασμα. Μα αν δεν ήταν να μιλήσει μόνος του, δεν του έπαιρνες λέξη ακόμα κι αν την τράβαγες με το τσιγκέλι.
Ήταν περίεργος άνθρωπος ο Γιώρης, αλλά τότε όλοι ήμασταν λίγο περίεργοι. Ήταν ο πόλεμος που μας άλλαζε και μας ατσάλωνε απ’ έξω ενώ μας μάλαζε και μας έκανε ζυμάρι από μέσα.
Είχε ξημερώσει για τα καλά όταν αποφάσισε να ανοίξει το στόμα του.
« τις είδα Παντελή… τις είδα…» είπε με φωνή ξερή και μονότονη σα να ερχόταν από το βάθος του κορμιού του.

«Ποιες είδες;»

«Τις κοπέλες είδα… και τις δυο.»

«Μπήκες στο στρατόπεδο;» ρώτησα ξέροντας ότι αν ήθελε ήταν ικανός να το κάνει.
Περίμενα κάμποση ώρα την απάντηση καθώς ο Γιώρης κοιτούσε αφηρημένος τις φλόγες που γλύφανε τα ξύλα.
«δεν χρειάστηκε…» είπε τελικά
«τις είχαν παλουκωμένες στη Μεγάλη Λάκα… ήταν θεόγυμνες στο κρύο και τις είχανε καρφωμένες σε χοντρούς πασσάλους από κάτω τους με τα χέρια τους δεμένα πισθάγκωνα…» η φωνή του ήταν άχρωμη και στεγνή σαν να είχε καταπιεί μια χούφτα άμμο.

Δεν μίλησα εκείνη την ώρα. Είναι φορές που ότι κι αν πει κανείς ακούγεται ανάρμοστο, κακό και τζούφιο.
Πέρασε πάλι κάμποση ώρα μέχρι να συνεχίσει ο Γιώρης και γω περίμενα χωρίς να είμαι σίγουρος ότι ήθελα να ακούσω παρακάτω.

«Που είναι ο μικρός;» ρώτησε ανήσυχα εκείνος.
«Μέσα»… έκανα ένα νόημα με το κεφάλι μου δείχνοντας το βάθος της σπηλιάς.
«Παραμιλούσε όλη τη νύχτα το έρμο το παιδί. Κι είχε παραισθήσεις πάλι με ‘κείνη την νεράιδα του»…
Ο Γιάννικος έλεγε πως ήταν μια κοπέλα πανώρια μέσα στο βάθος της σπηλιάς, που έβγαινε κάθε τόσο από το νερό της πηγής και τον φώναζε κοντά της και του μίλαγε. Συζητούσαν με τις ώρες έλεγε ο Γιάννικος αλλά εμείς τον ακούγαμε να παραμιλάει μονάχος του.
Δεν πηγαίναμε να δούμε με τα μάτια μας γιατί η φήμη της σπηλιάς ήταν κακή και ο φόβος μας για τα ξωτικά ξεπερνούσε την περιέργειά μας. Αλλά δεν χρειαζόταν να κάνουμε τον κόπο, ποτέ δεν ακούσαμε άλλη φωνή να του συζητάει. Μόνος του τα έλεγε, μόνος του τα άκουγε ο φτωχομπάσταρδος.
Ξέραμε πολλές ιστορίες για νεραϊδοπαρμένους που πήδησαν στον γκρεμό ή χαθήκαν αποτρελαμένοι στα βουνά. Ή για άλλους που τους βρήκαν στις ρεματιές στεγνωμένους από το αίμα τους και ετοιμοθάνατους. Έτσι φοβόμασταν λίγο μην κάνει καμιά τρέλα το παλικαράκι και ο καλύτερος τρόπος για να είναι ασφαλής ήταν να μένει στο σκοτεινό βάθος του σπηλαίου έστω κι αν εμείς φοβόμασταν να τον συνοδέψουμε. Τουλάχιστον εκεί μέσα δεν κινδύνευε από τα βόλια και τις ξώφαλτσες των γερμανών.
Τον Γιάννικο τον παρηγορούσε πάντως η φαντασία του και έλεγε πως η ξωτικιά του εξομολογούταν μυστικά πράματα για τη χώρα της που ήταν κρυμμένη στα έγκατα της Γής. Ήθελε να τον πάρει μαζί της έλεγε κι από ότι φαινόταν ο Γιάννικος τα πίστευε για αληθινά όλα τούτα τα παράξενα.
Η πείνα και οι κακουχίες τον είχαν αποτρελάνει τον καψερό και δεν ξέραμε κανένα τρόπο να τον βοηθήσουμε. Έτσι τον αφήναμε στην ησυχία του με τις τρέλες και τις φαντασίες του για τα απέραντα λιβάδια της ξωτικοχώρας.

« Μωρέ Παντελή ήταν ζωντανές… κι οι δυο τους…» είπε ο Γιώρης και με έσουρε από την λαμπερή φαντασίωση του Γιάννικου πίσω στη ζοφερή πραγματικότητα.
« Δεν μπορούσα να τις ξεπαλουκώσω και να τις πάρω από κει πέρα. Αλλά ήταν ζωντανές και μου λέγανε κουβέντες.» μιλούσε τόσο χαμηλόφωνα που σχεδόν δεν τον άκουγα πια. Κοίταξε πάλι προς το σκοτεινό βάθος της σπηλιάς, μη και ερχόταν ο Γιάννικος και τον ακούσει να λέει τέτοια τρομερά πράματα…
«… δεν ήξερα τι να κάνω και στεκόμουνα και τις κοιτούσα άπραγος. Ήταν η Μαριώ του μπάρμπα Ζάλου και η Αντιγόνη του πάρεδρου... και Κλαίανε ασταμάτητα και πονούσαν από το παλούκι που τους είχαν μπηγμένο μέσα στα σωθικά τους… παλούκι ολόκληρο σου λέω Παντελή, που στην άλλη του μεριά ήταν φυτεμένο στη γη»
Δάκρυα κυλούσανε στα μαγουλά του και στάλαζαν στο χώμα από το πιγούνι του και δεν είχα ξαναδεί το Γιώρη να κλαίει, μα μου φάνηκε παράξενο το ότι δεν έβγαζε λυγμό ή κάποιον άλλο από τους ήχους που κάνει ένας άνθρωπος όταν λύνεται στα κλάματα... μόνο τα δάκρυά του τρέχανε, ποτάμι αστείρευτο.
«Με παρακαλούσανε να τις πάρω μαζί μου, αλλά δε γινότανε. Άμα τις ξεκάρφωνα θα χύνονταν τα σωθικά τους στη λάσπη και το χιόνι και θα πέθαιναν και οι δύο στα χέρια μου βασανισμένες άδικα… αλλά ήταν ζωντανές εκεί πέρα, παλουκωμένες στη μέση στη Μεγάλη Λάκα ρε Παντελή…»
«Τους είχαν πει ότι το πρωί θα τις σπρώχνανε πιο μέσα στο παλούκι για να τις ακούμε εμείς που θα ουρλιάζουνε. Για να μας κάνουνε να παραδοθούμε λέει… και θέλανε να πεθάνουνε κι οι δυο τους εκείνη τι στιγμή… δεν ήξερα τι να κάνω μέχρι που με ορμήνεψε η Αντιγόνη.»
Η Αντιγόνη ήταν κορίτσι από καλή οικογένεια και ήταν λογοδοσμένη για να παντρευτεί το παλικάρι του Αρνόκουρου. Ένας λεβέντης θεριό μέχρι κει πάνω… Αλλά ‘κείνος πέθανε σε ενέδρα στις μάχες του αλβανικού και την άφησε χήρα πριν ακόμα την κάνει γυναίκα του.»

Ο γέρο Παντελής έσκυψε το κεφάλι του σα να τον βάραιναν ασήκωτες οι αναμνήσεις του.

«ήθελα να τον ρωτήσω τον Γιώρη τι του είπε η Αντιγόνη, μα δεν τολμούσα» είπε κουρασμένα.
« ήταν σα να ήξερα την απάντηση μέσα στο μυαλό μου και δεν άντεχα να τον βλέπω τον έρμο να υποφέρει έτσι, κι ήταν άδικα βασανισμένο παιδί ο Γιώρης ξέρεις...»

 «Αλλά καταλάβαινα ότι ήθελε να ξαλαφρώσει ο δόλιος. Να το βγάλει από μέσα του κείνο το πράμα που τον έτρωγε κι έτσι έμεινα άλαλος σαν το ψάρι και περίμενα να έρθει η ώρα να μου πει ό,τι ήταν από μόνος του… δεν μπορείς να τα πιέσεις αυτά τα πράματα.»

«Με ορμήνεψε η Αντιγόνη πως να τις σκοτώσω και τις δυο Παντελή… να τους κόψω το λαιμό λέει, γιατί άμα τις χτυπούσα στην καρδιά θα φωνάζανε από τον πόνο άθελά τους και θα ερχόταν οι γερμανοί. Να τους κόψω το λαρύγγι πέρα μου είπε η Αντιγόνη… ακούς εκεί;
Αλλιώς θα σκούζανε και θα με πιάνανε και μένα και πήγαιναν στράφι οι οδυρμοί και τα βάσανά τους τόσες μέρες. Το λαιμό να τους ανοίξω μέχρι μέσα το κόκκαλο μου είπε….
Δεν θα φώναζαν με το λαιμό κομμένο και θα πήγαιναν στον άλλο κόσμο για να ησυχάσουν από το δικό μου χέρι που το γνώριζαν…
Αλλά δεν μπορούσα να κάνω τέτοια δουλειά στην Αντιγόνη και τη Μαριώ ρε Παντελή. Τις ξέρω από όταν μπουσουλάγανε κι οι δυο και παίζαμε στην κρύα βρύση· και τώρα παλουκωμένες εκεί πέρα... εσύ Παντελή μας θυμάσαι πως ήμασταν… Δεν μπορώ να κάνω τέτοια δουλειά της είπα…»
Αναστέναζε ο Γιώρης και τα δάκρυά του τρέχανε ασταμάτητα χαράζοντας βαθιές κοίτες στη λάσπη και το αίμα που κόλλαγε στο πρόσωπό του.
 Λοξοκοιτούσε συνέχεια στο βάθος της σπηλιάς που κοιμόταν ο Γιάννικος γιατί δεν ήθελε να τον ακούσει το παλικαράκι και να τρομάξει με τα θανατικά.



Το Ψυχικό…


«Δεν έχω την καρδιά ρε Αντιγόνη της είπα… κι αυτή με έπιασε και μου έλεγε με κλάματα ότι βασανιζότανε έτσι καρφωμένη πάνω στον πάσαλο και με χιλιοπαρακαλούσε να βιαστώ κιόλα, γιατί όταν ξημέρωνε οι γερμανοί θα τις βασάνιζαν κι άλλο. Δεν άντεχε μου είπε… κι αν δεν την σκότωνα θα με φόρτωνε με την κατάρα της για εφτά γενιές. Και ξέρεις θα ‘πιανε… έτσι που ήτανε αθώα κι απείραχτη από άντρα…»
« Μα δεν με νοιάζουν οι κατάρες εμένα, αλλά μετά μου είπε για τον πατέρα μου που με έδερνε όλη την ημέρα… και θυμήθηκα ρε Παντελή… θυμήθηκα πόσες φορές προσευχόμουν να πεθάνω, εκεί κρυμμένος στη στάνη για να μη με βρει πνιγμένος στο αίμα από τις πληγές που άνοιγε πάνω μου το καμουτσίκι του.
Θυμήθηκα που σκοτώθηκε ο κολόγερος και τα μάτια του στρογγύλεψαν και γυάλισαν σα κάλπικες δεκάρες και δεν μου βγήκε δάκρυ να τον κλάψω στο μνήμα του. Φοβόμουνα ότι έκανα μεγάλη αμαρτία τότε... Αλλά δεν ήταν αμαρτία που δεν έκλαψα… ήταν; Δεν μπορούσα να τον κλάψω γιατί θα ήταν σα να τον συγχωρούσα ρε Παντελή. Τι να κλάψω απ τον σκατόψυχο… κι άμα τον συγχωρέσει ο θεός, κι αυτός το ίδιο κουμάσι θα είναι…»…
«ο Γιώρης τρωγότανε μέσα του και το έβλεπα το σαράκι να τον τυραννάει. Τον άφησα να καταλαγιάσει λίγο η φουρτούνα στο μυαλό του…
Του λόγου μου είχα δει πολύ αίμα και πόνο πια για να πιστεύω στο θεό και τα παραμύθια των Αγίων Γραφών, αλλά ποτέ δεν τον είχα σκεφτεί για κουμάσι τον μεγαλοδύναμο.»
Ένα στραβό χαμόγελο χάραξε τα χείλια του γέρου και κατέβασε το υπόλοιπο κρασί του με μια γουλιά.
«Μα μου είπε πολλά εκείνη τη μέρα ο Γιώρης που δεν είχα ξανακούσει. Βλέπεις εκείνη την εποχή είχα κατεβεί στον κάμπο στα χωράφια κι έλειπα από το χωριό μήνες πολλούς… Μου είχανε πει πως ο πατέρας του σκόνταψε όταν κυνηγούσε μια γίδα στο βράχο λέει.. κι έπεσε από δέκα μέτρα ύψος κι έσκασε με το κεφάλι στο αλώνι γεμίζοντας τον τόπο αίμα. Αλλά καταπώς φαίνεται, ήξερα άλλα πράματα από την αλήθεια…»

Του έβαλα κρασί και ήπιε πάλι. Η ησυχία στο καπηλειό τώρα ήταν πηχτή σα βούτυρο. Κανένας δεν μιλούσε κι ούτε άκουγες μαχαιροπήρουνα να πηγαινοέρχονται σε πιάτα. Ούτε και ποτήρια να τσουγκρίζουν.

«Αλλά εγώ τον είχα σπρώξει στο βράχο και ο κωλόγερος έπεσε από κάτω στο αλώνι και τα κακάρωσε. - μου είπε ο Γιώρης βγάζοντας τα εσώψυχά του.» Συνέχισε ο γέρος.
«Και ξέρω ότι αυτό είναι ένα κρίμα που το κουβαλάω τόσα χρόνια μέσα μου Παντελή και δεν το ‘χω πει ποτέ σε κανέναν εκτός από την μάνα μου, όταν ήταν στο νεκροκρέβατό της. Για να την εκδικηθώ τη σκύλα που τον άφηνε τόσα χρόνια να με βαράει σα ζωντανό… αλλά έκανα καλά ρε Παντελή που τους έκοψα το λαρύγγι των κοριτσιών; Αυτές μου το ζήτησαν να το κάνω δηλαδή… αλλά ακόμα κι έτσι είναι αμαρτία μεγάλη ρε Παντελή, δεν είναι;»…
«τούτα μου είπε τότε ο Γιώρης και έκανε πολύ ώρα να ξαναμιλήσει κι εγώ δεν ήξερα τι να του πω για να τον γαληνέψω» είπε ο γέρος.
«Δεν ξέρω αν είναι αμαρτία να πάρεις τη ζωή κάποιου που στο ζητάει. Να σκοτώσεις από συμπόνια δηλαδή… δεν ξέρω αν είναι φόνος τέτοιο πράμα αλλά του είπα πως έκανε το πρεπούμενο και προσπάθησα να τον παρηγορήσω. Ξέρω ότι κι εγώ στη θέση του θα έκανα το ίδιο αν και ποτέ δεν θα ήθελα να βρεθώ μπροστά σε τέτοιο δίλημμα.»
«Πρέπει να ήταν οχτώ το πρωί όταν οι γερμανοί μας ‘πιασαν στα τουφεκίδια και μας έριχναν ότι είχαν. Υποψιάστηκα ότι είχαν βρει τα πτώματα των κοριτσιών και τους έπιασε λύσσα. Όλμοι και χειροβομβίδες εσκάγανε ένα γύρω λες κι ήταν το βράδυ της λαμπρής και σειότανε η σπηλιά. Σκύβαμε χαμηλά για να αποφύγουμε τα θραύσματα και τις ξώφαλτσες αλλά δεν τολμούσαμε να πάμε στο βάθος της σπηλιάς.
Εκεί πέρα μόνο ο Γιάννικος είχε το θάρρος και πήγαινε. Ήταν ο μικρότερος και ο πιο ευαίσθητος από τους τρείς μας και με κάποιο τρόπο τον είχαμε πάρει στην προστασία μας. Ομορφόπαιδο, μα ορφανός από μάνα και από άγνωστο πατέρα ο Γιάννικος, ήταν μπάσταρδο. Και ‘κείνες τις εποχές αυτό ήταν κακό πράμα. Ήταν σαν στίγμα που δύσκολα ξεπλενόταν από πάνω σου.»
Ο γέρος ξαφνικά ανασήκωσε το κορμί του και κοίταξε γύρω το κοινό του.
Μήτε ανάσα δεν ακουγόταν από κανέναν.
 Ήξερα ότι κάπου εδώ η ιστορία γινόταν περίεργη και δύσκολη γιατί μπερδεύονταν πράγματα πέρα από τους ανθρώπους με τα καμώματα και τους άγριους πολέμους τους. Πράγματα αλλόκοσμα και φοβερά.
Για μια στιγμή νόμισα ότι ο γέρος θα σταμάταγε εκεί· και φοβήθηκα γιατί πάλευα καιρό να ακούσω τούτο ειδικά το κομμάτι της ιστορίας. Θα απογοητευόμουν πολύ άμα σιωπούσε τώρα. Αλλά θα τον καταλάβαινα. Έχει τύχει και σε μένα να ξέρω πράγματα που δεν αντέχω στο τέλος να τα μοιραστώ και τα θάβω μέσα μου για χρόνια.
Κάποιος μυστήριος αέρας φύσηξε και του έδωσε δύναμη να συνεχίσει.



Ο Γιάννικος


«Εκείνη τη μέρα και την επόμενη δεν μας άφησαν σε χλωρό κλαρί από τις ντουφεκιές.
Παλεύαμε να προστατευτούμε όπως μπορούσαμε από τις εξοστρακισμένες σφαίρες και τα κομμάτια του βράχου που εκσφενδονίζονταν βροχή απάνω μας. Μα δεν τολμούσαμε να πάμε πιο μέσα κι ας μας φώναζε ο Γιάννικος. Γιατί βλέπεις ο φόβος για το αλλούτερο ήταν σπαρμένος στα μυαλά μας από τα γεννοφάσκια μας κι ήταν μεγαλύτερος από το φόβο για το αδέσποτο βόλι του εχθρού.
Το απόγιομα άκουσα κάτι παράξενους θορύβους απ έξω και βγήκα στην άκρη της σπηλιάς να δω τι γίνεται. Σύρθηκα μέχρι ένα βράχο για να έχω κάλυψη και είδα πέντε ή έξι γερμανούς που προσπαθούσαν να πλησιάσουν μουλωχτά πηγαίνοντας σκυφτοί κοντά στο χείλος του γκρεμού.
 Σκότωσα δύο από δαύτους με δύο βολές και οι υπόλοιποι το βάλανε στα πόδια να γυρίσουν πίσω. Τρέχανε γρήγορα κάνοντας ζιγκ ζαγκ και θα ήταν δύσκολο να τους πετύχω. Δεν είχα σφαίρες για ξόδεμα και για αυτό δεν τους έριξα.
Μας άφησαν ήσυχους για λίγο, μα αργότερα ξανάρχισαν να μας σφυροκοπάνε. Σταμάτησαν μόνο σαν έφτασε το σούρουπο. Εκείνη η νύχτα ήταν καταραμένη κι ευλογημένη μαζί.»
Σαν καταλάγιασαν οι πυροβολισμοί ξαναθυμηθήκαμε την πείνα μας.
Θα τρώγαμε ο ένας τον άλλον αν δεν ήμασταν φίλοι από παιδιά. Τόσο πολύ πεινούσαμε.
Κοντεύαμε να τρελαθούμε από την πείνα και δεν συζητούσαμε για τίποτα άλλο πέρα από τα τσιμπούσια που κάναμε στο χωριό στους γάμους και τα βαφτίσια και τούτες οι κουβέντες, μόνο χειροτέρευαν τη λύσσα μας για το φαί. Ο μόνος που δεν κουβέντιαζε για την πείνα μας ήταν ο Γιάννικος, εκείνος έμοιαζε να χορταίνει με τον ερωτά του για το άφαντο ξωτικό που τον συντρόφευε στα κατασκότεινα βύθια του σπηλαίου. Ξαφνικά εμφανίστηκε από το λημέρι του και μας κοιτούσε χαμογελαστός. Έμοιαζε καλοταϊσμένος λες και δεν ήταν μαζί μας όλες τις μέρες που λιμάζαμε νηστικοί.
Από πάντα ήταν όμορφο παλικάρι ο Γιάννικος και τα κορίτσια τον κάνανε εύκολα παρέα. Λέγανε ότι ήταν η χαρά της χήρας του Μπέη να τον παίρνει στη δούλεψή της για διάφορες αγγαρείες.
Τα βράδια όμως τον έπλενε στην πορσελάνινη μπανιέρα της και τον κοίμιζε στο κρεβάτι της. Δεν τον άφηνε να φύγει από ‘κει μέχρι που τον είχε ξεζουμίσει.
Είχα ακούσει κι άλλα πολλά για τα κατορθώματα του Γιάννικου με τις κοπέλες του χωριού, ελεύθερες και παντρεμένες, όμως πίστευα πως τα περισσότερα ήταν ψέματα. Μα τότε ήταν οι καλές μέρες, πριν τον πόλεμο, που οι άνθρωποι είχαν όρεξη για κουτσομπολιά και οι γλώσσες χρόνο για να γυρίζουν ροδάνι τις κουβέντες.
Πάντως τον είχα δει με τα μάτια μου να γητεύει άγρια άλογα και να τα χαϊδεύει εκεί που κανείς δεν τολμούσε να τα πλησιάσει. Ακόμα και τα σκυλιά του Αρνόκουρου έκανε καλά, που είχαν φάει δυο τρεις βουλγάρους ζωοκλέφτες ζωντανούς.
Μόλις τον βλέπανε ξάπλωναν στο χώμα ανάσκελα και τον περίμεναν να τα χαϊδέψει, κάτι που ξέρω θετικά ότι δεν έκαναν χάρη ούτε στον αφεντικό τους.
Τώρα ο Γιάννικος ήταν ντυμένος στο χακί και περίμενε το θάνατο μαζί μας. Μα το παράξενο ήταν πως αντί η ομορφιά του να σουφρώσει και να χαθεί από τις κακουχίες και τα βάσανα, έμοιαζε να θρέφεται και να φουντώνει.
«Μην στεναχωριόσαστε» μας είπε σοβαρός και με τα μάτια του να λάμπουν στο μισοσκόταδο σα φυσημένα κάρβουνα.
«Η Αριάνη μου είπε ότι τα μεσάνυχτα θα φέρει φαγητό για όλους μας… να φάμε και να στυλωθούμε μου είπε…»
Ούτε ο Γιώρης ούτε εγώ του αποκριθήκαμε. Τι να πεις σε κάποιον που βλέπει φαντάσματα και πιστεύει ότι νταραβερίζεται με νεραΐδες και ξωτικά… εγώ έφτυσα τον κόρφο μου τρείς φορές και στεναχωρήθηκα που ο Γιάννικος έχανε τα λογικά του.
«Παντρευτήκαμε εχτές το βράδυ κρυφά απ τους δικούς της και για δώρο της ζήτησα να φέρει φαγητό…» χαμογελούσε ευτυχισμένος σα να ήτανε γιορτή μεγάλη. Μείναμε αμίλητοι για λίγο κι ήμασταν έκπληκτοι από τη δήλωση του μικρού.
«Με ποιά πρόκανες και παντρεύτηκες μωρέ Γιάννικο, που είμαστε δεκαπέντε μέρες ολομόναχοι και λουφαγμένοι εδώ μέσα» τον ρώτησε θυμωμένα ο Γιώρης.
«Πού διάολο τη βρήκες τη νύφη να σε παντρευτεί ρε ονειροπαρμένο ζαγάρι»
Ο Γιάννικος δεν έχασε ούτε στιγμή το χαμόγελο από τα χείλια του.
«Ξέρω ότι δεν την βλέπετε, αλλά δεν λέω ψέματα Γιώρη μου εγώ. Θα δεις τα μεσάνυχτα που θα βγει απ το νερό με τα φαγιά. Θα την δεις ασπροντυμένη νύφη με τα ίδια σου τα μάτια και ‘σύ κι ο Παντελής.» είπε χωρίς θυμό και με κοίταξε. Έστριψε κι έφυγε προς τα βάθη του σπηλαίου και τον ακούσαμε να ψιθυρίζει κάτι μα δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε τι. Έτσι κι αλλιώς παραμιλούσε όλη την ώρα.
«Δεν έπρεπε να τον ξεσυνεριστείς ρε Γιώρη. Είναι παιδί και τα ’χει χαμένα. Δεν φελάει να του φωνάζεις και να τον αποπαίρνεις.» είπα χαμηλόφωνα μη με ακούσει ο Γιάννικος.
«Το ξέρω μωρέ Παντελή, κι εγώ στεναχωριέμαι να του κακομιλάω… αλλά δεν μπορώ να τον βλέπω έτσι να κυλάει στην τρέλα… μακάρι να γινότανε να φύγουμε από δω πέρα και δεν θα του ξαναφώναζα έστω κι αν μου έλεγε ότι τον αγαπάει του θανατά όλο το χαρέμι του σουλτάνου.» είπε ο Γιώρης με τη στεναχώρια να του σπάει τη φωνή.
«Πάντως μου φάνηκε σε καλύτερη κατάσταση κι από σένα κι από μένα Γιώρη... Εσύ είσαι σαν τη σταφιδιασμένη γριά και γω μάλλον δεν πάω πίσω… αλλά είδες τη μούρη του; Τα ρούχα του; Είναι φρέσκος και πεντακάθαρος ενώ εμείς ζέχνουμε σα βρεγμένα σκυλιά… Τον είδες για κακοπαθημένο και ξενηστικωμένο;… Κι αν είναι να πεθάνουμε εδώ πέρα, είναι καλύτερα να φύγουμε ευτυχισμένοι και τρελαμένοι από τις νεραΐδες σαν τον Γιάννικο παρά πνιγμένοι στη λέρα και τρελοί από την πείνα σαν του λόγου μας..»
Ο γέρο Παντελής με κοίταξε στα μάτια και σταμάτησε να μιλάει… κρατούσαμε όλοι τις ανάσες μας.




Τα Φώτα και οι Μουσικές


«μωρέ μ’ ακούς, για τα λέω στο βρόντο;» με ρώτησε.
«Ακούω άνθρωπέ μου… είμαι όλος αυτιά» Μπορεί να το είπα για τον εαυτό μου αλλά ίσχυε μια χαρά και για όλους τους πελάτες του καπηλειού. Δεν ακουγόταν άχνα τόση ώρα. Ο Παντελής μου είχε πει ότι ποτέ δεν είχε πει την ιστορία ολόκληρη σε κανέναν και τώρα έβλεπα την περιέργειά τους να φουντώνει.

«πήρε και πέρναγε η ώρα λοιπόν και ‘μείς μέσα στην πείνα μας ξεχάσαμε την υπόσχεση του Γιάννικου και τις νεράιδες και τα ξωτικά του...
Ο Γιώρης λαγοκοιμότανε πάνω σε μια βρώμικη κουβέρτα που την πνίγανε οι ψείρες και γω φύλαγα την πρώτη σκοπιά. Τα ‘χαμε κανονισμένα έτσι που να μη μας πιάσουν οι γερμανοί στον ύπνο και μας λαφιάσουνε. Δεν είχανε απομείνει πολλά πυρομαχικά και δεν ελπίζαμε πια σε τίποτα, ήμασταν σίγουροι ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα αφήναμε τα κόκαλά μας εκεί μέσα μα δεν θέλαμε να πάμε και άκλαυτοι για το τίποτα.

Αλλά ο άνθρωπος είναι σκληρό ζώο και θηρίο ανήμερο όταν κινδυνεύει. Θα πολεμούσαμε για τη ζωή μας, όχι από καμιά σπουδαία και μεγαλόπρεπη γενναιότητα που λένε στα ρομάντζα, μα από φόβο. Μάλιστα κύριε. Από φόβο… Δεν ήμασταν δειλοί, μα δε θέλαμε να πεθάνουμε κιόλας για να γίνουμε ήρωες. 
Κρεμόμασταν από μια κλωστή λεπτότερη κι απ’ της αράχνης για να μη μας τρελάνει η πείνα. Αλλά κρατιόμασταν απ’ αυτή με νύχια και με δόντια και με όλες μας τις δυνάμεις.
Είχε περάσει η ώρα κι είχα ξεχάσει την υπόσχεση του Γιάννικου ότι τα μεσάνυχτα θα μας έφερνε φαί το ξωτικό του. Μέχρι που τον άκουσα να μιλάει και να συζητάει πίσω στη σπηλιά. Δεν μου φάνηκε σαν παραμιλητό γιατί όταν ήταν έτσι ψιθύριζε χαμηλόφωνα.
Τώρα όμως άκουγα ήχους περίεργους και ήμουν σχεδόν σίγουρος πως κάποια γυναίκα τραγουδούσε εκεί πέρα. Ήταν μουσική που δεν είχα ξανακούσει ποτέ. Με φλογέρες και φλάουτα και ντέφια από μακριά που χτυπούσαν χαρούμενο ρυθμό. Λες και κάποιοι είχαν στήσει ολόκληρο πανηγύρι εκεί μέσα. Στην αρχή τρόμαξα πολύ και πήγα να ξυπνήσω το Γιώρη. Μα τον βρήκα όρθιο πάνω στην κουβέρτα με το όπλο του στο χέρι.
«Τι είναι αυτό ρε Παντελή;» με ρώτησε σιγανά και σχεδόν δεν γνώρισα την φωνή του έτσι που την έπνιγε ο πανικός.
«Ότι και να ναι το φοβάμαι αδερφέ» του απάντησα.
Οι μουσικές έμοιαζαν να δυναμώνουν λεπτό το λεπτό και ένα περίεργο φως αναδυόταν από τα νερά της πηγής.
«Πού είναι ο Γιάννικος;» …
«Εκεί μέσα είναι» του απάντησα και συνειδητοποίησα ότι σημάδευα το βάθος της σπηλιάς με το ντουφέκι. Αν δε φοβόμουν ότι θα σκοτώσω το Γιάννικο, θα είχα αδειάσει το γεμιστήρα μου εκεί πέρα.
Ο Γιώρης σηκώθηκε από κάτω κι άρχισε να οπισθοχωρεί προς το μέρος μου.
«Πρέπει να τον πάρουμε από κει» είπε φοβισμένος όσο κι εγώ.
«Πρέπει, αλλά εγώ δεν πάω» του απάντησα και πρώτη φορά που με θυμάμαι δείλιασα και σκιάχτηκα τόσο.
Το φως δυνάμωνε και οι μουσικές και τα τραγούδια μοιάζανε να έρχονται κατά το μέρος μας. Δεν κάτσαμε να περιμένουμε τίποτα άλλο. Τρέξαμε κι οι δύο και βγήκαμε έξω από τη Νεραϊδότρυπα σαν λαγοί που μας κυνηγούσαν άγρια σκυλιά. Και δεν σταματήσαμε να τρέχουμε τυφλοί μέσα στη νύχτα, πριν απομακρυνθούμε αρκετά. Μας σταμάτησε στο ξέφωτο ο φόβος των γερμανών που αν μας άκουγαν και μας έβρισκαν έτσι ακάλυπτους θα μας πετσόκοβαν.»

«Κιοτέψαμε τότε, και δεν αναζητήσαμε να πάμε να μαζέψουμε τον κακομοίρη το Γιάννικο. Ακόμα φοβάμαι που τα λέω τούτα εδώ και νοιώθω τύψεις και ντροπή για τη συμπεριφορά μου. Κι εγώ ξέρεις δεν είμαι φοβητσιάρης, ούτε και ο Γιώρης ήταν, αλλά δεν μπορείς να τα βάλεις με τις νεραΐδες και τα αερικά όσο παλικάρι κι αν είσαι.»

«Δεν είναι ο φόβος του θανάτου ίδιος όλες τις φορές. Δεν είναι ίδιο το να σε πάρει βόλι και να σε σκοτώσει με το να σου ρουφήξει το αίμα και την πνοή απ’ τα πνευμόνια ένα αερικό ή να σε κάψει το άγγιγμα μιας νεραΐδας. Μερικές φορές μπορεί να δεις το θάνατο ακόμα και σαν λύτρωση αν είσαι ανήμπορος και βασανίζεσαι από την κακιά αρρώστια. Αλλά το άγνωστο και το απόκρυφο, μπορεί να το φοβάσαι περισσότερο κι από το ταξίδι στον άλλο κόσμο… και τούτο δω στο υπογράφω φαρδιά πλατιά.»

«Ήμασταν έξω στο κρύο και ακάλυπτοι. Τρέμαμε σύγκορμοι κι οι δυο όταν η μπούκα της σπηλιάς έγινε σα φωταγωγημένη πλατεία. Αν είχαμε αλλού να τρέξουμε θα το κάναμε, αλλά μείναμε σύξυλοι εκεί πέρα και κοιτούσαμε αποσβολωμένοι σα να γινόταν η Δευτέρα παρουσία.
Ο Γιώρης σωριάστηκε πάνω στο λασπωμένο χιόνι σαν άδειο τσουβάλι και δεν κουνιόταν από κει. Ο τρόμος του είχε παραλύσει τα γόνατα. Μπορεί να ήταν και η πείνα… δεν ξέρω. Απηύδησα να τον τραβολογάω και κάθισα και γω δίπλα του. Στο κάτω κάτω, που στα κομμάτια θα τον πήγαινα…»
Τα μάτια του γέρου γυαλίζανε και είχε κοκκινίσει σα το παντζάρι από την ένταση που ένοιωθε. Αλλά κατέβασε άλλο ένα ποτήρι κρασί και συνέχισε να μιλάει. Ήμουν σίγουρος ότι ζούσε ξανά τα γεγονότα σε κάθε λέξη της διήγησης του…




Το Γλέντι…


«Στο φως που ερχόταν από τη Νεραϊδότρυπα διακρίναμε σκιές που στροβιλίζονταν μπροστά του κι η μουσική είχε πάρει και δυνάμωνε τώρα. Είπα στο Γιώρη και ξαπλώσαμε πάνω στο χιόνι για να μη δίνουμε στόχο γιατί είχα και το φόβο των γερμανών.
Κρυώναμε και τρέμαμε σα τα κουτάβια αλλά δεν είχαμε τίποτα για να μας προφυλάξει από το κρύο. Τα στρατιωτικά μας πανωφόρια ήταν παρατημένα μέσα στη σπηλιά μαζί με όλο το υπόλοιπο βιός μας. Εκτός από τα όπλα, που τα κρατούσαμε σφιχτά στα αποστεωμένα  χέρια μας. Κι είμαι σίγουρος ότι αν μέναμε άλλα δέκα λεπτά εκεί έξω, θα μας σκότωνε το αγιάζι πριν από τους γερμανούς ή την πείνα. Λες κι ότι οι διάφοροι εκτελεστές της φύσης κάνανε ουρά για το ποιος θα μας πρωτοπρολάβει.
Μου φάνηκε ότι είδα κάτι να ξεπροβάλει από τη μπούκα της σπηλιάς που μισοφαινόταν από τα βράχια και σκούντηξα στον ώμο το Γιώρη.
«Κοίτα εκεί» του είπα.
«τον Βλέπω… μου μοιάζει με το Γιάννικο… Αλλά η φορεσιά του είναι παράξενη...»
Τα ρούχα που φόραγε ο άντρας που έρχονταν, έλαμπαν σα να ήτανε υφασμένα με νήματα από φως και φωτιά. Πολύχρωμα κι όμορφα ντυμένος, μας έψαχνε ο Γιάννικος. Γιατί τώρα που πλησίαζε είδα την λυγερή κοψιά και την περπατησιά του.
«Που είσαστε παιδιά» φώναζε.
«ρε Παντελή… Γιώρη … που πήγατε ρε;…»
Του σφύριξα σιγανά και μας είδε.
«Αφού σας είπα ότι θα έρθουν τα μεσάνυχτα με φαγητά και δώρα ρε… η φαμίλια της ολόκληρη για να γνωρίσουνε τους δικούς μου ανθρώπους… κι εσείς πάτε και κρύβεστε στα θάμνα σα χεσμένοι ποντικοί;»
Αν ήταν άλλη η περίσταση και μου μιλούσε έτσι θα του έριχνα σφαλιάρα που θα του σβούριζε το κεφάλι. Αλλά ούτε γω ούτε ο Γιώρης μπορούσαμε να αρθρώσουμε λέξη από την έκπληξή μας.
Στεκόταν όρθιος από πάνω μας και μας έκανε να αισθανόμαστε σαν κουτορνίθια που ήμασταν ξαπλωμένοι κατάχαμα στο παγωμένο χιόνι και τη λάσπη. Μα η τρομάρα και η αδυναμία δεν μας άφηνε να σηκωθούμε κι έτσι κάθισε στις φτέρνες του μπροστά μας.
«Τι περιμένετε ρε… ελάτε να φάτε και να πιείτε.» είπε και τα ρούχα του έβγαζαν φως με κάθε του λέξη. Στην κάθε του ανάσα τα χρώματα άλλαζαν ανεπαίσθητα και μια μυρωδιά νυχτολούλουδου και κρίνου μοσκοβολούσε σ’ όλον τον τόπο.
Μείναμε καμπόση ώρα εκεί πέρα με το Γιάννικο να προσπαθεί να μας πείσει να γυρίσουμε στη Νεραϊδότρυπα, κι ότι δεν κατάφεραν τα λόγια του, στο τέλος το κατάφερε το κρύο και η πείνα. Κυρίως η πείνα που μας θέριζε τ’ άντερα.
«Είσαι σίγουρος ότι δεν θα μας πιούν το αίμα ρε Γιάννικο;» ρώτησε ο Γιώρης σε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια να αντισταθεί.
«Σιγά το αίμα που έχεις να σου πιούνε ρε Γιώρη..» είπε ο Γιάννικος. Έβαλε τα γέλια ο Γιώρης και κολλήσαμε και μείς και πιάσαμε να γελάμε όλοι μαζί σα παλαβοί στη μέση του ξέφωτου. Μπροστά από τη σπηλιά που μας περίμενε η ξωτικιά γυναίκα του φίλου μας· και η φαμίλια της ολάκερη… εμείς γελούσαμε για να θάψουμε το φόβο και το θανατικό που μας καραδοκούσε.
Περπατούσαμε αργά για να κερδίσουμε χρόνο και να προλάβει να μας πει δυο πράγματα πριν πάμε να συναντήσουμε όλους τους φόβους μας μαζί. Εκείνους που χρόνια τώρα είχαν σπείρει μέσα μας οι παππούδες μας και οι γιαγιάδες μας, όταν μας διηγούνταν τους θρύλους και τις παραδόσεις.
Μας ορμήνεψε πώς να συμπεριφερθούμε γιατί οι ξωτικάθρωποι μπορεί να είναι ευγενικοί αλλά δεν ανέχονται εύκολα το είδος μας. Είπε ο Γιάννικος ότι δεν ήτανε το ίδιο πράγμα οι νεραΐδες τα ξωτικά και οι αερικοί. Είχαν διαφορές μεγάλες και αν ήταν να κάτσουμε μαζί τους και να φάμε το φαί τους, θα έπρεπε να ξέρουμε μερικά πράματα για να μην τους προσβάλουμε άθελά μας.
«Οι νεράιδες περισσότερο, αλλά και τα ξωτικά, δεν μπορούν να απομακρυνθούν από το νερό.» είπε ο Γιάννικος κι εμείς τον ακούγαμε συνεπαρμένοι.
Άμα φύγουν από την πηγή ή το ποτάμι τους, ζουν για λίγο καιρό μόνο και μετά χάνονται οι ψυχές τους και γίνονται αερικά. Κάτι που είναι πολύ κακό. Τα νερά είναι γι αυτούς σαν πόρτες από τον κόσμο τους στο δικό μας, που άμα φύγουν μακριά τους, είναι σα να χάνουν το κλειδί που τις ανοίγει…. μένουν για πάντα εδώ και στεγνώνουνε οι καλοσύνες τους και γίνονται τέρατα τρομαχτικά.
Τους περισσότερους τους φέρνει στα μέρη μας η περιέργειά τους και μερικές φορές τους βλέπουμε στις ρεματιές και τις λίμνες να λούζονται και να χτενίζουν τα μαλλιά τους. Δεν είναι όλοι τους θηλυκά όπως νομίζουμε, αλλά έτσι κι αλλιώς έχουν πολύ λίγους άντρες ανάμεσά τους.
Μα είναι κι αυτοί τόσο όμορφοι, που δεν μπορείς να τους ξεχωρίσεις με μια φευγαλέα ματιά. Γιατί μόνο με την άκρη του ματιού σου μπορείς να δεις ένα ξωτικό… και μόνο για μια φορά μέσα στον ίδιο χρόνο.
Εμείς οι άνθρωποι, όσο και να θέλουμε, δεν μπορούμε να τους ακολουθήσουμε και να πάμε ξωπίσω τους γιατί δεν ξέρουμε τα ξόρκια και τα μαγικά που πρέπει· και θα πνιγούμε στα νερά. Όπως οι νεραϊδοπαρμένοι που πηδάνε στα ποτάμια και τις λίμνες και χάνονται.
Κάποτε όλοι οι λαοί των νερών ήταν φίλοι μας και οι κόσμοι όλοι ήταν με τις πόρτες ανοιχτές σαν ένας, αλλά μετά αρχίσαμε να αλλάζουμε οι άνθρωποι και εκείνοι σιγά σιγά έκλεισαν και μαντάλωσαν τις πύλες για να προστατευτούν.
Οι παλιές μαγείες ξεχάστηκαν και τα ξόρκια έχασαν την περισσότερη από τη δύναμή τους, τουλάχιστον με τον τρόπο που τα παράφραζαν και τα άλλαζαν οι καινούργιες γενιές των ανθρώπων. Μέχρι που η μαγεία χάθηκε από τις γενιές μας.
Έτσι μείναμε μονάχοι μας εδώ πάνω, να πολεμάμε και να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας άσκοπα, λες κι έχουμε τίποτα δικό μας να μοιράσουμε.» είπε και κοίταξε λυπημένα προς το στρατόπεδο των γερμανών.
Τα λόγια του Γιάννικου ήταν σαν να ξυπνούσαν αρχαίες μνήμες μέσα στην καρδιά μας. Μνήμες ενός κόσμου που έμοιαζε πολύ με τον παράδεισο που μας έταζαν οι παπάδες, αλλά έπρεπε να πεθάνουμε λέει πρώτα, για να δούμε τις χαρές του μετά.
Σαν να τα ξέραμε κάποτε όλα αυτά και τώρα τα είχαμε ξεχασμένα.. κι όλα εκείνα τα μαγευτικά ιστορήματα του Γιάννικου ήρθαν και ξύπνησαν τις αρχαίες αναμνήσεις μέσα μας.
Ο φόβος μας έσβησε και χάθηκε και μόνο η πείνα μας έμενε απρόσβλητη κι αξεπέραστη από τις μαγείες και τα ξωτικά. Ο Γιώρης γέλαγε και χαιρόταν σαν παιδί κι είχα να τον δω έτσι απ’ τα όμορφα χρόνια, πριν τον καταραμένο τον πόλεμο. Έμοιαζε να είχε ξεχάσει τις τύψεις που τον ζώνανε σα φίδια φαρμακερά. Ο νους του είχε ταξιδέψει μακριά απ’ τα κορίτσια και το φόνο τους και χαιρόμουνα για αυτό.

Όταν μπήκαμε στη Νεραϊδότρυπα, τίποτε από όσα μας είχε πει ο Γιάννικος δεν θα μπορούσε να μας έχει προετοιμάσει. Τίποτα που να μας έλεγε οποιοσδήποτε άνθρωπος δεν μπορούσε να μήτε να πλησιάσει τούτο που αντίκρισαν τα μάτια μας…
Φτάνει να σου πω ότι δεν πεινούσαμε πια. Ούτε κρυώναμε ούτε τίποτε. Μόνο στεκόμασταν εκεί κι αφήναμε τα μάτια μας και τις ψυχές μας να γεμίσουν με την ομορφιά και τη χάρη αυτών των πλασμάτων.»

Ο Γέρος μίλαγε σε μένα αλλά στην πραγματικότητα ήταν σαν να μην υπήρχα, σαν να ήταν ολομόναχος στο καπηλειό και στον κόσμο ολόκληρο.

«Το φως ερχότανε από κάτι λάμπες που ανέμιζαν μόνες τους κοντά στο ταβάνι της σπηλιάς, αλλά και μέσα από το νερό, που έμοιαζε να φεγγοβολάει με τη δύναμη του ήλιου.
Η Αριάνη ήταν η πρώτη που μας άφησε να τη δούμε με τα μάτια μας. Γιατί τα ξωτικά μπορούν να κρύβονται ακόμα κι αν είναι μπροστά στη μύτη σου. Σκύψαμε το κεφάλι όπως μας είχε ορμηνέψει ο Γιάννικος και μετρήσαμε μέχρι το δέκα για να ανασηκώσουμε το βλέμμα μας επάνω της. Δηλαδή εγώ μέτρησα γιατί ο Γιώρης δεν ήξερε γράμματα. Με λοξοκοιτούσε κι έκανε ότι έκανα κι εγώ.
Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφο πλάσμα. Ακόμα κι όταν τους είδα όλους, η Αριάνη ήταν η πιο όμορφη. Φορούσε ένα ολόλευκο αραχνοΰφαντο φόρεμα, μακρύ μέχρι τους γυμνούς της αστραγάλους και τα μαλλιά της χυνόταν στους ώμους και τη πλάτη της σαν να ήταν καταρράχτης από ατόφιο χρυσάφι.
Τα μάτια της… θεέ μου. Τα μάτια της είχαν το φως των αστεριών κλεισμένο μέσα τους. Ένοιωθα το βλέμμα της να κόβει κομμάτια από την ψυχή μου και να τα περιεργάζεται, όχι με βιασύνη και άτσαλα, μα ευγενικά και προσεκτικά σαν να ήταν πολύτιμο κρύσταλλο. Κι όταν κοιτούσε το Γιάννικο άστραφτε ολόκληρη και γινόταν ακόμα ομορφότερη, έστω κι αν αυτό μου φαινόταν εντελώς αδύνατο.
Η Αριάνη ήταν τόσο όμορφη που σε πονούσανε τα μάτια σου να την κοιτάς.
Σιγά σιγά εμφανίστηκαν όλοι… αναδυόντουσαν μέσα από τον άδειο αέρα, κι ήταν ένα τσούρμο, πολύχρωμο και γελαστό που κρατούσανε φλάουτα και λαούτα και ντέφια κι απ’ ολα. Μα έβλεπες στο βλέμμα τους μια μελαγχολία που δεν κρυβόταν εύκολα από τις μουσικές και τα εύθυμα τραγούδια τους.
Δεν πολυπίστευα τα μάτια μου για να πω την αλήθεια· και νόμιζα ότι με είχε τρελάνει η πείνα κι έβλεπα οπτασίες.
Και τότε έπεσε το βλέμμα μου στο μεταξωτό και λεπτοκεντημένο τραπεζομάντιλο που ήταν στρωμένο κάτω, στο πατημένο χώμα της σπηλιάς.
Πιατέλες με φρούτα άγνωστα και ψητά κομμάτια από κάτι τεράστια μανιτάρια μαζί με ποτήρια και κανάτες γεμάτα με ένα κρασί κόκκινο σαν αίμα. Όσο όμορφα και να ήταν τα ξωτικά και οι μαγείες τους, εκείνη την ώρα το φαί έμοιαζε ομορφότερο.
Είδα το Γιώρη να κοιτάζει κι αυτός το βαρυφορτωμένο στρωσίδι και να τρέχουνε τα σάλια του. Απορούσα πως κρατιόμασταν και δεν είχαμε πέσει με τα μούτρα. Ότι και να μας είχε πει ο Γιάννικος για ευγένειες και τέτοια δεν μπορούσαν να μας κρατήσουν. Μόνο ο φόβος μας κράταγε, που δεν τον είχαμε ξεπεράσει τελείως ακόμα.
Η Αριάνη μας είδε που αγρίεψε το μάτι μας και μας φώναξε να κάτσουμε να φάμε.
Και φάγαμε και ήπιαμε μέχρι που κοντέψαμε να σκάσουμε. Και μετά όταν ηρέμησε η ψυχή μας από την πείνα, πιάσαμε να μιλάμε. Τους εξηγήσαμε την κατάσταση μας εκεί πέρα αν και τα περισσότερα τα ξέρανε ήδη από το Γιάννικο.
Δεν τους είπαμε τίποτα για τα παλουκωμένα κορίτσια γιατί ντρεπόμασταν για την θηριωδία των ομοίων μας. Αλλά κατάλαβα ότι το ξέρανε κι αυτό. Μέσα μου ένοιωσα μικρός και τιποτένιος σα το σκουλήκι που σέρνεται στη γη. Ντρεπόμουν για τη ράτσα μου και κοκκίνισα σα παπαρούνα κατεβάζοντας το κεφάλι μου.

Τότε η Αριάνη, άγγιξε το χέρι μου εδώ..» είπε ο γέρος και σήκωσε το αριστερό του μανίκι και φάνηκε ένα μεγάλο σημάδι πάνω από τον καρπό του.
Έτεινε το χέρι του να το δω καλύτερα κι ένοιωσα τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια μου. Έβλεπες καθαρά το κάτω μέρος μιας ντελικάτης παλάμης και τα ακροδάχτυλα αποτυπωμένα στη γέρικη επιδερμίδα του. Μόνο που μέσα στο σημάδι δεν ήταν καθόλου γέρικη, έμοιαζε ροδαλή και σφριγηλή σαν του παιδιού.
Η αντίθεση με το υπόλοιπο σταφιδιασμένο και γεμάτο πανάδες δέρμα του, το έκανε σχεδόν τρομαχτικό. Άκουσα ψιθύρους και σουρσίματα ένα γύρω, και είδα ότι οι περισσότεροι είχαν σηκωθεί από τις καρέκλες και τα τραπέζια για να δουν καλύτερα.
Ο γέρο Παντελής κατέβασε το μανίκι από το τριμμένο σακάκι που φορούσε και το σημάδι καλύφτηκε και μόνο τότε οι άνθρωποι έκατσαν πίσω στις θέσεις τους. Κανείς δεν είπε κουβέντα και έβλεπες στα πρόσωπά τους το δέος.
«Μ’ ακούμπησε που λες η ξωτικιά… και μου άφησε σημάδι ευλογημένο... Κάθε φορά που ξεχνιέμαι, το κοιτάζω και μου έρχονται πάλι οι μνήμες ολοζώντανες. Γιατί βλέπεις τούτο εδώ είναι το σφράγισμα της αλήθειας και το κουβαλάω επάνω μου.» εκείνη τη στιγμή δεν το ήξερα αλλά ο γέρος είχε κι άλλες αποδείξεις. Πολύ πιο σοβαρές κι αδιαμφισβήτητες, που με έκαναν να αναθεωρήσω πολλές από τις απόψεις μου για τον κόσμο και τα περιεχόμενα του… ένα μικρό κομμάτι τους έχω κι εγώ τώρα στην κατοχή μου κι έγινε η δικιά μου σφραγίδα της αλήθειας. Αλλά η ιστορία του δεν είχε τελειώσει ακόμα…

«έκατσαν μαζί μας μέχρι τις τέσσερις το χάραμα και θα καθόντουσαν περισσότερο αν μπορούσαν. Μα έπρεπε να φύγουν γιατί η πόρτα του νερού δεν έμενε για πάντα ανοιχτή.
Με πλησίασε ο Γιάννικος την ώρα των αποχαιρετισμών και με πήρε αγκαλιά.
«Θα φύγω ρε Παντελή» μου είπε συγκινημένος
«Θα φύγω και θέλω να έρθετε μαζί μου όσο τίποτα στον κόσμο… αλλά δεν μπορώ να σας πάρω. Κι εσύ κι ο Γιώρης, μου σταθήκατε καλύτερα κι από αδέλφια και σας χρωστάω τη ζωή μου, αλλά έχετε σκοτώσει κι δυο. Και δεν μπορούν να περάσουν στη άλλη πλευρά όσοι έχουν λερώσει τα χέρια τους με αίμα…» ένοιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν και θα έκλαιγα αν δεν ντρεπόμουν δυο μέτρα άντρας.
«Δεν πειράζει Γιάννικό μου, να έχεις το νου σου εσύ και να προσέχεις… κι έννοια σου, εμείς κάπως θα τα καταφέρουμε… ξέρεις πως κακό σκυλί ψόφο δεν έχει ρε…» Του είπα ψέματα, κι ευτυχώς που δεν κοιταζόμασταν κατάματα γιατί θα με διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο.
Ήξερα βλέπεις ότι αργά ή γρήγορα οι γερμανοί θα έκαναν έφοδο και θα μας σκότωναν σα τα σκυλιά, κακά σκυλιά ή όχι, δεν είχε σημασία για τις σφαίρες. Αλλά δεν μπορούσα να του πω τέτοιο πράμα, γιατί μόνο με άσκοπες τύψεις και άδικες ενοχές θα τον βάραινα. Ο κάθε ένας είχε τη μοίρα τη δικιά του να ακολουθήσει.
«Θα ξανάρθω μεθαύριο την ίδια ώρα και θα σας πω τα νέα μου. Και θα φέρω και φαί, να μη λιμάζετε της πείνας.» είπε ο Γιάννικος και γύρισε να πάει στον Γιώρη να τον αποχαιρετήσει και ‘κείνον πριν φύγει.
Τον είδα που τον πήρε παράμερα και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί κι ο Γιώρης έλαμψε σαν τη λαμπάδα της λαμπρής. Ποτέ δεν έμαθα τι του είπε τότε. Ο Γιώρης δεν μίλαγε για αυτό, αλλά από τότε και μετά έγινε σαν άλλος άνθρωπος.
Φύγανε τα ξωτικά κι ο Γιάννικος πήγε μαζί τους. Το νερό της πηγής άλλαξε και σκοτείνιασε μόλις χάθηκε μέσα τους κι ο τελευταίος. Έτσι, μείναμε μόνοι μας με το Γιώρη να αγναντεύουμε τη μικρή φωτιά μας αμίλητοι. Οι μπάλες που βγάζανε το φως χάθηκαν κι αυτές μέσα σε μια μικρή αναλαμπή που ακούστηκε σα παφλασμός στον αέρα και δεν έμεινε τίποτα από τη μαγεία που γέμιζε το σπήλαιο λίγη ώρα πριν.
Πέσαμε για ύπνο και δεν θυμάμαι αν ανταλλάξαμε έστω και μια κουβέντα κείνο το βράδυ. Κανένας μας δεν σκέφτηκε να κάτσει σκοπός γιατί είχαμε ξεχάσει το φόβο των γερμανών αντάμα με το φόβο των ξωτικών και των νεράιδων.
Μετά το ξημέρωμα, πέσανε οι πρώτες σφαίρες και μας ξύπνησαν από έναν ύπνο βαθύ και ήσυχο. Οι γερμανοί είχαν λυσσάξει και μας ρίχνανε βροχή τα βόλια. Τραβηχτήκαμε πιο μέσα για να βρούμε καλύτερη κάλυψη γιατί τώρα δεν φοβόμασταν τη σπηλιά και το σκοτεινό βάθος της.
Όταν έκοψε λίγο το τουφεκίδι, βγήκα πιο έξω και κοίταξα μπας και ετοίμαζαν γιουρούσι, δεν είδα κανέναν στο πλάτωμα, ούτε στην κάτω λάκα και τη βοϊδοκοιλιά. Ήτανε κρυμμένοι ανάμεσα στα δέντρα του δάσους και μας ρίχνανε από κει.
Σήκωσα το ντουφέκι μου και σημάδεψα προσεκτικά, ήξερα ότι δεν είχα ελπίδα να χτυπήσω κανέναν από τόσο μακριά, αλλά ήθελα να τους δείξω ότι είμαστε ακόμα όρθιοι και πολεμούσαμε. Κράτησα την ανάσα μου και τράβηξα τη σκανδάλη. Ένοιωσα το δυνατό κλότσημα του όπλου στον ώμο μου και σχεδόν είδα τη σφαίρα να φεύγει από την κάνη. Σηκώθηκε σκόνη από τα ρούχα μου κι ανακατεύτηκε με τον καπνό από την μπαρούτη. Μου φάνηκε ότι ο χρόνος κυλούσε αργά σαν σαλιγκάρι, κι εγώ μπορούσα να δω λεπτομέρειες που κανονικά δεν τις προλάβαινε το ανθρώπινο μάτι.
Μετά από δυο δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν σαν μέρες, είδα ένα σώμα να πέφτει ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι βρήκα στόχο από τέτοια απόσταση, αλλά είχα δει τόσα το προηγούμενο βράδυ που τούτο εδώ μου ‘μοιασε σχεδόν φυσιολογικό.
Μπορεί ο γερμανός να είχε σκοντάψει σε καμιά ρίζα και να έφαγε τα μούτρα του από μονάχος του… δεν ξέρω. Μα σταμάτησαν τους πυροβολισμούς και είχαμε ησυχία μέχρι αργά το μεσημέρι.
Το μπαράζ του απογεύματος βρήκε το Γιώρη έξω απ’ τη σπηλιά να κάνει αναγνώριση και καθηλώθηκε ανάμεσα σε κάτι θάμνους και μερικές μεγάλες πέτρες. Προσπάθησε κάμποσες φορές να ξεφύγει αλλά οι γερμανοί δεν τον αφήναν να πάρει ανάσα.
Είχαν περάσει περισσότερες από δύο ώρες και ο Γιώρης είχε χάσει την υπομονή του. Αν και θα έπρεπε να κάτσει στα αυγά του τουλάχιστο μέχρι να βραδιάσει, αυτός ο ξεροκέφαλος αποφάσισε να φύγει από κει πέρα και να γυρίσει στη σπηλιά.
Ξάφνου πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να τρέχει σαν τρελός ανάμεσα σε βράχους και θάμνους. Έκανε καμπόσους γρήγορους σάλτους και μετά έπεφτε σα κούτσουρο και κρυβόταν πάλι όπου έβρισκε κάλυψη. Συνέχισε αυτό το βιολί, ποτέ σκυφτός πότε όρθιος, μέχρι που έφτασε είκοσι μέτρα από την είσοδο της Νεραϊδότρυπας.
Έπεσε και κρύφτηκε πίσω από κάτι πέτρες που υπήρχαν εκεί πέρα, μα αυτή την τελευταία απόσταση έπρεπε να την τρέξει μονοκοπανιά. Δεν υπήρχε ούτε θάμνος για να κρυφτεί και θα έβρισκε καταφύγιο μόνο αν προλάβαινε να έρθει πίσω από το βράχο που κάλυπτε την μπούκα της σπηλιάς.
Οι γερμανοί ξαφνιαστήκανε στην αρχή, μα μετά ξυπνήσανε και του ρίχνανε ασταμάτητα. Έπρεπε να είχε το κοκαλάκι της νυχτερίδας πάνω του που γλύτωσε τόσα βόλια, μα τώρα είχε στριμωχτεί άσχημα στο ανοιχτό ξέφωτο.

Ο Γιώρης ήταν πεισματάρης και επίμονος, μα έτρεχε σαν τον άνεμο και μπορούσε να κρυφτεί και να γίνει αόρατος πίσω από μια τούφα χόρτα. Δεν ξέρω πως τα κατάφερνε αλλά ήταν έτσι από μικρό παιδί.
Είχε να το υπερηφανεύεται πως ποτέ δεν τον είχε φτύσει κανείς όταν παίζαμε κρυφτό κι ήταν στοίχημα μεγάλο το να τον βρεις και να τον ξετρυπώσεις. Ακόμα μπορούσε να περάσει δίπλα σου τρέχοντας με όλη του την ταχύτητα και συ να μην ακούσεις τίποτα. Μπορούσε να μην προλάβεις να αισθανθείς μήτε τον αέρα του να σε ακουμπάει. Έτσι ήταν ο Γιώρης.
Καθόταν κάμποση ώρα ακούνητος κι οι γερμανοί σταμάτησαν να ρίχνουνε. Έτσι κι αλλιώς πυροβολούσαν στην τύχη από τόσο μακριά. Μπορεί να ήταν πολλές οι σφαίρες που σκάγανε επικίνδυνα κοντά του αλλά εκείνοι δεν είχαν τρόπο να το ξέρουνε.
Ξαφνικά πετάχτηκε μπροστά και το βαλε στα πόδια με μια ταχύτητα άξια για μετάλλιο. Είχε διανύσει πάνω από τη μισή απόσταση πριν οι γερμανοί τον πάρουνε χαμπάρι. Κι έπειτα έγινε ο τόπος κόλαση.

Βλήματα έπεφταν σαν τη βροχή σε λαμαρίνα κι ο Γιώρης έκανε μανούβρες στην τύχη. Είχα πολλά χρόνια να προσευχηθώ στον μεγαλοδύναμο μα εκείνη τη στιγμή τα ξεπλήρωνα όλα μαζεμένα. Ή οι προσευχές μου ή το τρελό τρεχαλητό του τον γλύτωναν από τις σφαίρες - αν και πιστεύω περισσότερο σε μια καλή τρεχάλα από ότι σε όλες τις προσευχές του κόσμου - κι αυτός ο μουρλός εξακολουθούσε να είναι όρθιος και να τρέχει σα δαιμονισμένος.

Ήθελε λιγότερο από δυο βήματα για μπει στη σπηλιά και τον έβλεπα να γελάει με το κατόρθωμά του. Ήταν Εκείνη τη στιγμή που διάλεξε το βόλι και του ξέσκισε τον αριστερό του ώμο. Το αίμα πετάχτηκε κι έβαψε το πρόσωπο και τα ρούχα και η δύναμη τον πέταξε καταγής στη σπηλιά σαν άδειο σακί.
Τον άρπαξα από το χιτώνιο και τον τράβηξα πιο μέσα για να μη διπλώσει το κακό. Δεν φώναζε αν και είμαι σίγουρος ότι πονούσε πολύ. Δεν παραπονέθηκε ούτε αργότερα που το τραύμα κρύωσε και τον δάγκωνε άγρια.
Όλο το βράδυ προσπαθούσα να τον περιποιηθώ με τα ελάχιστα μέσα που είχαμε. Το επόμενο ξημέρωμα σταμάτησε η αιμορραγία μα ο Γιώρης ήταν ήδη ετοιμοθάνατος. Είχαν κοπεί φλέβες και τα κόκκαλα στον ώμο είχαν σμπαραλιάσει. Το λιγότερο θα ήταν να χάσει το χέρι του από τη ρίζα αν και φοβόμουν ότι θα έχανε τη ζωή του. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε καλύτερο από το να του αλλάζω τις γάζες κάθε τέσσερις ώρες και να πλένω την πληγή που έχασκε ανοιχτή με φρέσκο νερό.
Σήμερα ήταν η μέρα που είχε πει ο Γιάννικος ότι θα ερχόταν και τον περίμενα καθισμένος σε ανάμενα κάρβουνα. Χωρίς να ξέρω πως ή γιατί, ο Γιάννικος ήταν καλός με τις πληγές και τα τραύματα. Ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσε να βοηθήσει το Γιώρη περισσότερο από μένα.

Το δέρμα του είχε γίνει σταχτί και ανάσαινε με δυσκολία.

Του μιλούσα όλη την ώρα μα δεν πιστεύω ότι με άκουγε, αν και μερικές φορές τα βογκητά του έμοιαζαν με απάντηση.
«Μιλάς από τώρα με τα φαντάσματα κακομοίρη μου» σκέφτηκα.
Κοιτούσα συνέχεια έξω μην τύχει και κάνουν καμιά έφοδο οι γερμανοί, αλλά μόνο μερικοί σποραδικοί πυροβολισμοί ερχόταν από τη μεριά τους και πέφτανε πάνω στο βράχο χωρίς να είναι επικίνδυνοι.  Σημάδεψα στο σύδεντρο στην άλλη μεριά του απλώματος και σπατάλησα μια σφαίρα, αλλά δεν είδα κανέναν να πέφτει. Αρκούσε όμως να ξέρουν ότι είμαστε ακόμα λουφαγμένοι εκεί πέρα κι ανταποδίδαμε τα πυρά.
Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα το νερό της πηγής πήρε να φεγγοβολάει και να κυματίζει.
Πρώτα βγήκε από το νερό το κεφάλι της Αριάνης  σαν τον ήλιο που ανατέλλει και πίσω της εμφανίστηκε ο Γιάννικος. Ήταν πιο όμορφος από ποτέ, λες και τα βάσανα της ζωής και του πολέμου δεν είχαν περάσει ποτέ από πάνω του.
«Τι έχει ο Γιώρης» με ρώτησε ανήσυχα και γω του εξιστόρησα τα γεγονότα όσο καλύτερα μπορούσα.
Η Αριάνη είχε γονατίσει δίπλα στον πληγωμένο και του χάιδευε τα μαλλιά και ντρέπομαι που το λέω, μα θα έδινα και τα δυο μου πόδια για να ήμουν στη θέση του.
«Μπορείς;» Τη ρώτησε ο Γιάννικος με πόνο στη φωνή του
«Μπορώ…» του αποκρίθηκε εκείνη και απόθεσε τα όμορφα χέρια της επάνω στην ανοιχτή πληγή που κακοφόρμιζε.
Σήκωσε το κεφάλι της ψηλά και άρχισε να τραγουδάει με μια φωνή που συντάραζε την καρδιά μου. Δεν ήξερα τι λέγανε οι στίχοι, μα ένοιωθα τη δύναμή τους να με αρπάζει από τη ψυχή και να με συγκλονίζει. Κι όσο τραγουδούσε η καλή νεράιδα, τόσο γύριζε η ζωή στα μάγουλα του Γιώρη.
Μέχρι που άνοιξε τα μάτια του και βγήκε από μέσα ένα φως παράξενο. Τότε η Αριάνη πήρε τα χέρια της από τον τραυματισμένο ώμο του και τα ακούμπησε στο ιδρωμένο μέτωπό του κι ο Γιώρης αποκοιμήθηκε.
Τότε είδα την πληγή. Ούτε ίχνος της δεν υπήρχε. Εκεί που δύο λεπτά πριν ήταν μια ματωμένη μάζα από κόκαλα και κρέας τώρα ήταν ένας κανονικός ώμος. Ούτε το παραμικρό σημάδι, ούτε η αμυδρότερη ουλή, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα ποτέ...
«Ευχαριστώ…» είπε ο Γιάννικος και κείνη χαμογέλασε.
Είδα την αγάπη στο πρόσωπό της να ανθίζει σαν την άνοιξη στη μέση του χειμώνα. Τον ζήλευα τον Γιάννικο, αν και του άξιζε αυτή η αγάπη μέχρι το τελευταίο χάδι της.
«Πάμε πιο μέσα να σου πω» μου είπε και με τράβηξε από το μπράτσο.
Τον ακολούθησα μέσα στη σπηλιά χωρίς αντιρρήσεις και φόβους όπως θα έκανα παλιότερα…
«Πάρε τούτο εδώ» μου είπε σιγανά, κι έβγαλε ένα δέμα από το δισάκι του.
 «Αυτό είναι ψωμί… αλλά όχι σαν το ψωμί που ξέρεις.» μου είπε ο Γιάννικος. Το πήρα στα χέρια μου και μου φάνηκε σαν να είχε κάτι διπλωμένο μέσα που ήταν μαλακό σαν μπαμπάκι.
«Είναι μαγικό και πρέπει να το προσέχεις Παντελή. Θα τρως μόνο μια μπουκιά την ημέρα κι άλλο τόσο θα δίνεις και στο Γιώρη… ούτε δράμι περισσότερο κακομοίρη μου… ακούς;»
«Ακούω Γιάννικο, σ’ ακούω.» απάντησα και μια στάλα πίκρας φάνηκε στη φωνή μου.
«Δεν θέλω να σε προσβάλω που σου μιλάω έτσι Παντελή μου. Είσαι αδερφός και το ξέρεις, αλλά αν τύχει και παρασυρθείτε και φάτε περισσότερο από μια μπουκιά την ημέρα θα σας βρει και τους δυο μεγάλο κακό. Έχω πάρει όρκο να μη λέω τέτοια πράγματα στους ανθρώπους και είναι το στόμα μου σφραγισμένο… αλλά μην φάτε περισσότερο… σε ξορκίζω στη φιλία μας.»
«Όπως το είπες… Ούτε δράμι» είπα.
«Στ’ ορκίζομαι»
«Ωραία τότε… να ξέρεις πως δεν θα χαλάσει και δεν θα μπαγιατέψει ποτές Παντελή. Θα είναι πάντα φρέσκο και νόστιμο όσο τη μέρα που ζυμώθηκε. Και για όσο κρατήσει, θα διώχνει τις αρρώστιες μακριά και θα σας θρέφει καλύτερα από το να τρώγατε ένα αρνί στη σούβλα ο κάθε ένας... Μόνο μην ξεγελαστείτε και φάτε περισσότερο από μια μπουκιά τη μέρα.»
«Μια μπουκιά τη μέρα Γιάννικο… και μη νοιάζεσαι… θα το φυλάω σαν τα μάτια μου.» είπα κι έχωσα το δέμα με το μαγεμένο ψωμί στο γυλιό μου.
«Όταν με το καλό φύγετε από δω, θα σου έχει περισσέψει κάμποσο. Φυλάτε το για ώρα ανάγκης… σα φάρμακο να πούμε. Ά… και αν φάτε από τούτο το ψωμί, μη το μπερδέψετε με άλλα φαγητά, θέλω να πω, ότι δεν κάνει να το τρως την ίδια μέρα μαζί με φαγητά από τούτο τον κόσμο. Μεσάνυχτα με μεσάνυχτα… όχι νωρίτερα.»
«Εντάξει Γιάννικό μου… θα το θυμάμαι και θα προσέχω. Αλλά μου μιλάς λες και δεν πρόκειται να ξαναϊδωθούμε…» είπα και τον κοίταξα κατάματα.
«Καταλαβαίνεις περισσότερα από όσα σου λέω ρε Παντελή… πάντα σου καταλάβαινες… έχεις δίκιο, δεν πρόκειται να ξαναϊδωθούμε. Εγώ δεν είμαι ξωτικό και δεν έχω τη δύναμη να πηγαινοέρχομαι οπότε θέλω εδώ πέρα. Είναι η τελευταία φορά που περνάω από τούτη τη μεριά κι όταν θα μπορέσω να ξαναδώ αυτά τα μέρη, εσύ κι ο Γιώρης μπορεί να είσαστε πολύ γέροι.» είπε και με κοίταξε με συμπόνια.
«Μακάρι να μπορούσα να σας πάρω μαζί μου ρε… κάθε μέρα γιορτή θα κάναμε εκεί πέρα…»
Τα μάτια του είχαν βουρκώσει κι ένοιωσα την ανάγκη να τον παρηγορήσω με λόγια φιλικά και χτυπήματα στην πλάτη, αλλά τότε ήρθε η Αριάνη και τον αγκάλιασε και κατάλαβα ότι δεν χρειαζόταν πια τη δικιά μου παρηγόρια. Ο μικρός μας Γιάννικος ήταν άντρας τώρα. Θα στεκόταν στα ποδάρια του μόνος του, όπως αρμόζει να το κάνουνε οι Άντρες.
Ο Γιώρης ήταν ακόμα αδύναμος από το αίμα που είχε χάσει κι ήταν ξαπλωμένος πάνω στις κουβέρτες. Κοιμόταν του καλού καιρού αν και η ανάσα του έμοιαζε δύσκολη. Μα μπορούσα να δω ξεκάθαρα ότι η ζωή είχε γυρίσει μέσα του και η τεράστια πληγή που ήταν πρωτύτερα στη θέση του ώμου του, τώρα ήταν άφαντη και γιατρεμένη.
«Θέλω να δω τον ουρανό και τα αστέρια» είπε ο Γιάννικος χαμογελώντας.
«Ποιος ξέρει μετά από πόσα χρόνια θα αγναντέψω πάλι τη Γή και τα ουράνια της»
Έκλεισε το μάτι στην Αριάνη και βγήκε στη μπούκα της σπηλιάς. Κοίταξε προς τον ουρανό όπως ήθελε κι άνοιξε τα χέρια του διάπλατα. Λες και βάλθηκε να αγκαλιάσει όλον τούτο τον κόσμο τον μίζερο και τον εξαχρειωμένο.
Έμεινε δύο λεπτά έτσι ακούνητος, ανασαίνοντας βαθιά τον νυχτερινό αέρα του βουνού και τις μυρουδιές του. Σαν να αποζητούσε να τα πάρει όλα μαζί του, στον αλλούτερο κόσμο των ξωτικών που θα πήγαινε.
Το κακό το βόλι ήρθε από το σκοτάδι απέναντι και τον πέτυχε στο σταυρό… το κεφάλι του άνοιξε στα δυο.  Κάποιος γερμανός είχε πλησιάσει μέσα στη νύχτα και με κόντρα το φως που έβγαζε το νερό της πηγής βρήκε το στόχο του. Το αίμα του Γιάννικου τιναζότανε σα σιντριβάνι από μέσα του κι έλουζε κόκκινη την Αριάνη που στεκόταν πίσω του.
Έμεινε όρθιος για λίγο με τα μυαλά του σκόρπια μέσα στη σπηλιά και μετά κατέρρευσε κεραυνοχτυπημένος, σαν άδειο φλασκί που σωριάστηκε στο χώμα. Ο φίλος μου κι ο αδερφός, ο Γιάννικος που είχα στην καρδία μου από όταν ήταν παιδί, κειτόταν νεκρός και κομμάτια του μαζί με αίματα είχαν πιτσιλιστεί επάνω μου και παντού γύρω.
Δεν είχα ακούσει ποτέ τέτοιο ήχο σαν αυτόν που γεννήθηκε μέσα της. Σαν να έκανε το σωσμό του κόσμου ακουγότανε. Σαν να ήρθε η συντέλεια του σύμπαντος.
Η Αριάνη είχε πέσει στα γόνατα και κρατούσε στην αγκαλιά της το διαλυμένο κεφάλι του αγαπημένου της και ούρλιαζε με μια φωνή άγνωστη και θεϊκή. Ω θεέ μου πως ούρλιαζε...
«Πάρε τον και φύγετε από δω…» είπε σε μια ανάσα της και έδειξε τον κατάκοιτο Γιώρη. Δεν περίμενα να μου το ξαναπεί. Τον ζαλώθηκα στην πλάτη έτσι μισοαναίσθητο και πήρα το γυλιό μου. Παράτησα όλα τα άλλα, και όπλα και χιτώνια και όλα.
Βγήκα από τη σπηλιά τρέχοντας και συνέχισα να τρέχω στο σκοτάδι μέχρι που μια βουή και δυνατός αέρας με πέταξαν στο χώμα. Ήταν σαν να έσκασαν μαζί δεκάδες μασούρια δυναμίτες και η γη έτρεμε από κάτω μου.
Οργή θεού ήταν εκείνο το πράγμα και μέσα από τα δάκρυά μου είδα τη σπηλιά να φλέγεται σαν διαβολικό καμίνι. Έβαλα το χέρι μου μπροστά για να φυλαχτώ από τη λάμψη και το ένοιωσα να τσούζει. Λες και γεννήθηκε ένας καυτός ήλιος εκεί μέσα, ένας ήλιος οργής και απελπισίας. Ένα Άστρο θανάτου από τη φευγάτη ζωή του Γιάννικου.
Οι θάμνοι γύρω από τη σπηλιά πήραν φωτιά και τότε είδα τον κρυμμένο γερμανό. Είχε λουφάξει πίσω από έναν βράχο το κάθαρμα και δεν ήταν πάνω από τριάντα μέτρα μακριά. Θα έδινα τη ζωή μου για το ντουφέκι μου εκείνη την ώρα. Τη Ζωή μου για να εκδικηθώ το θάνατο του φίλου μου...
Ο Γιώρης είχε συνέρθει τώρα και κοιτούσε με τα μάτια γουρλωμένα τη σπηλιά και το μακελειό που γινόταν εκεί μέσα. Δεν με ρώτησε τίποτα, αλλά κι αν με ρωτούσε δεν θα τον άκουγα μέσα στον τρομερό ορυμαγδό.
Το μόνο πράγμα που είχα στο μυαλό μου ήταν το πώς να σκοτώσω τον φονιά του Γιάννικου. Ήξερε ότι ήμασταν εκεί πέρα γιατί κοιτούσε μια εμάς και μια τη σπηλιά. Φαίνεται με είχε δει να φεύγω τρέχοντας από κει με τον Γιώρη στην πλάτη.
«Άρα δεν μπορώ να τον αιφνιδιάσω» είπα μέσα μου και μετά σκέφτηκα απελπισμένος πως δεν είχα ούτε το ντουφέκι αλλά ούτε και τη ξιφολόγχη μου. Μόνο με πέτρες θα μπορούσα να τον καταφέρω αλλά ποτέ δεν θα με άφηνε να τον κοντέψω τόσο πολύ. Με παραξένεψε που δεν μας έριξε κείνη την ώρα που με είδε να βγαίνω από τη Νεραϊδότρυπα, αλλά μπορεί να τον είχε συνεπάρει η απόκοσμη κραυγή της χαροκαμένης Ξωτικιάς.
Από την άλλη, το πιθανότερο είναι πως μας θέλανε ζωντανούς οι γερμανοί για να μας ανακρίνουν. Ήμουν αποφασισμένος να πηδήξω στον γκρεμό πριν συμβεί τέτοιο πράμα και ήξερα ότι θα με ακολουθούσε και ο Γιώρης.
Ήταν σίγουρο πως δεν με ένοιαζε να πεθάνω… αλλά ήθελα να το πάρω μαζί μου το καθίκι και θα έκανα ότι περνούσε από το χέρι μου για να το πετύχω.
«Παναγιά μου!» φώναξε ο Γιώρης και γύρισα προς τη σπηλιά. Η λάμψη, μου έκαψε τα μάτια αλλά μέσα στη φωτιά είδα μια γυναικεία φιγούρα να αιωρείται. Δεν πατούσε στη γη, πετούσε ένα μέτρο πάνω από το χώμα κι έπαιρνε κι άλλο ύψος όσο την κοιτούσα.
Άκουσα την ντουφεκιά κι έσκυψα από ένστικτο, αλλά δεν ήταν για μένα. Ο γερμανός έριχνε στο παράξενο θαύμα της γυναίκας που πετούσε. Ήξερα ότι ήταν η Αριάνη πριν ακόμα μπορέσω να διακρίνω την κορμοστασιά της. Μέσα στις φλόγες που την έζωναν ήταν τρομακτική. Σαν Άγγελος από την κόλαση.
Μια μεγάλη μπάλα από κόκκινο φώς εμφανίστηκε πάνω από το κεφάλι της κι έμεινε για μια στιγμή ακίνητη σαν να σκεφτόταν τι να κάνει. Ξαφνικά, κατέβηκε στη γη και άρχισε να κυλάει προς τη μεριά του κρυμμένου γερμανού.
Όπου υπήρχε χιόνι στο δρόμο της, γινόταν αμέσως ατμός με ένα οξύ σφύριγμα. Χορτάρια και θάμνοι γινόντουσαν στάχτη πριν προλάβουν να πάρουν φωτιά. Μα το χειρότερο απ’ όλα ήταν οι βράχοι και οι πέτρες που έλειωναν με κρότους και τσιριχτούς ήχους σαν αυτούς που κάνει το μαχαίρι όταν σύρνεται σε μάρμαρο.
Πίσω από τη φλογισμένη κόκκινη σφαίρα, έμενε ένα βαθύ αυλάκι από λειωμένη γη που κρυστάλλωνε γρήγορα και γινόταν σα γλιστερό, στιλπνό γυαλί.
Ο γερμανός έτρεχε σα τρελός προσπαθώντας να γλυτώσει από την οργή της διάπυρης σφαίρας κι εκείνη έπαιζε μαζί του σαν τη γάτα με το ποντίκι. Τον έσπρωχνε πότε από δω και πότε από κει και έκανε κύκλους γύρω του με ταχύτητα τρομακτική.
Στο τέλος φάνηκε ο στόχος του παιχνιδιού της γιατί ο γερμανός βρέθηκε να τρέχει ίσια πάνω στην φλεγόμενη Νεράιδα. Σταμάτησε λαχανιασμένος δυο μέτρα μακριά της κι αυτή έγειρε το κεφάλι της λοξά. Τον περιεργάστηκε για λίγο και μετά μια γλώσσα φωτιάς απλώθηκε από το χέρι της και τύλιξε τα πόδια του γερμανού. Αυτός ούρλιαξε και προσπάθησε να σβήσει τις φλόγες με τα χέρια του, μα δεν μπορούσε.
Κυλίστηκε στη γη και  πέταγε χούφτες χώμα πάνω στα κανιά του, αλλά οι φλόγες δυνάμωναν αντί να καταλαγιάζουν. Και ούρλιαζε συνέχεια σα δαιμονισμένος καθώς τα πόδια του κάπνιζαν και γινόντουσαν στάχτη μέχρι τους μηρούς.»
«Όταν έμεινε αναίσθητος από τον πόνο, η Αριάνη έσκυψε από πάνω του και άγγιξε τα καμένα απολειφάδια. Ένα λυπητερό τραγούδι βγήκε από τα χείλια της και τα πόδια του γερμανού ξαναφύτρωσαν, εκεί μπροστά στα μάτια μας. Τρεις φορές τον έκαψε και τον έγιανε με τον ίδιο τρόπο και στο τέλος τον λυπήθηκα.»
Δεν μπορούσα να κοιτάω πια κι ο Γιώρης είχε γυρίσει από τη άλλη κι έκανε εμετό. Οι πυροβολισμοί άρχισαν όταν η Νεράιδα του έκαιγε τα χέρια, η φωτιά τον έτρωγε αργά μέχρι τους ώμους… οι αντίλαλοι από τις ντουφεκιές σκέπασαν τα ουρλιαχτά του κακομοίρη και οι αναλαμπές από τις κάνες έμοιαζαν με χιλιάδες πεφταστέρια. Τα βλήματα σφύριζαν γύρω σαν αφηνιασμένες σφήκες και μείς γίναμε ένα με το κρύο χώμα. Η νεράιδα αποτελείωσε το θύμα της με μια τεράστια φλόγα που τον έκανε στάχτη και σκόρπισε στον αέρα. Ο φονιάς του Γιάννικου δεν υπήρχε πια, ούτε η σκόνη του δεν είχε απομείνει σε τούτη τη γη.
Ένα μέρος μέσα μου ένοιωσε ότι ικανοποιήθηκε, μα ήμουν συγκλονισμένος από την σκληρότητα που είδα. Οι Γερμανοί πυροβολούσαν το ξωτικό σα λυσσασμένοι και τράβηξαν την προσοχή της. Τα βόλια τους δεν την φτάνανε και έλειωναν πολύ πριν την ακουμπήσουν, πάνω στο τείχος της θέρμης που την τριγυρνούσε.
Γύρισε αργά προς το μέρους τους, στάθηκε για λίγο να αιωρείται στον φλεγόμενο αέρα και μετά άρχισε να πετάει προς τα κει. Πέρασε σχεδόν δίπλα μας όπου ήμασταν πεσμένοι στο χώμα και κοντοστάθηκε λίγο. Έγειρε το κεφάλι της προς τα μένα και μου έριξε μια ματιά. Είδα την απύθμενη κόλαση του μαρτυρίου της να αναβλύζει από δυο άδειες τρύπες. Ήταν η Αριάνη, αλλά δεν είχε καμιά σχέση με το υπέροχο πλάσμα που είχα δει εγώ. Τώρα ήταν μαύρη σα γυαλιστερό κάρβουνο και τα μακριά κατάξανθα μαλλιά της είχαν γίνει φίδια από φωτιά που μαστίγωναν τον αέρα.
Μια πύρινη μπάλα σχηματίστηκε από πάνω της και κύλισε στο χώμα… σκέφτηκα το θάνατο του γερμανού και μου κοπήκανε τα γόνατα. Γύρισα να προειδοποιήσω το Γιώρη να κρυφτεί μα δεν τον είδα πουθενά. Η αποτρελαμένη νεράιδα θα σκότωνε κάθε ζωντανό άνθρωπο που θα έβρισκε στο διάβα της με εκείνες τις πυρωμένες μπάλες. Τουλάχιστον εμάς, δεν έχει λόγο να μας βασανίσει σκέφτηκα. Η μπάλα με πλησίασε κι ένιωσα τη ζέστη της να μου καψαλίζει τα βλέφαρα και τα γένια και να εξατμίζει τα δάκρυα από τα μάγουλά μου.  Δεν έμεινε εκεί περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα κι ο ατμός της υγρασίας έβγαινε από τα ρούχα μου σαν βουνίσια ομίχλη. Είχα τη αίσθηση ότι με κοιτούσε, ότι διάβαζε τα εσώψυχά μου. Μα μετά στράφηκε προς τα κάτω στη βοϊδοκοιλιά και κύλησε γρήγορα μέχρι τη μεριά των γερμανών.
Άκουσα τρομακτικές κραυγές απελπισίας και πόνου να έρχονται από εκεί πέρα, αλλά κανείς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια. Δεν γινότανε να ξεφύγουν από τη μπάλα και γεννιόνταν συνέχεια κι άλλες πάνω από το κεφάλι της ξωτικιάς. Ξεπηδούσαν από μέσα της και κάθε μια έμοιαζε να κλέβει λίγο υλικό από το κορμί της. Το αιωρούμενο σώμα συρρικνωνόταν και μάζευε σα να άδειαζε.
Την κοιτούσα να απομακρύνεται πετώντας στον αέρα μέχρι που σταμάτησε πάνω από την ενέδρα τους.  Οι φωνές, τα ουρλιαχτά και ο θόρυβος από τα σώματα που καίγονταν ήταν τρομαχτικός αλλά δεν τολμούσα να ανασηκωθώ για να δω τι συνέβαινε εκεί κάτω.
Τότε η νεράιδα έσκασε σαν πυροτέχνημα με έναν ήχο κεραυνού και εκατοντάδες μπάλες φωτιάς ξεπήδησαν από μέσα της. Τα δέντρα έπαιρναν φωτιά και καρβούνιαζαν μέσα σε δευτερόλεπτα από τη μεγάλη ζέστη κι η γη έλειωνε σα βούτυρο.
Όσοι γερμανοί προσπάθησαν να κρυφτούν στο δάσος και τις λόχμες, κυνηγηθήκαν ανελέητα από τις μπάλες και στο τέλος κάηκαν σύγκορμοι. Δεν γλύτωσε κανένας από δαύτους, όλοι τους έγιναν σκόνη και στάχτη. Οι περισσότεροι δεν πρόλαβαν ούτε να ουρλιάξουν κι υποψιάζομαι ότι αυτοί ήταν οι τυχεροί.»
 Ο γέρος σταμάτησε να μιλάει για κάμποση ώρα κι όταν ξανάρχισε η φωνή του ήταν σπασμένη από τη συγκίνηση.
«Εκείνη τη νύχτα έχασα τον Γιώρη και δεν τον ξαναείδα από τότε. Ξέρω μέσα μου ότι ήταν ζωντανός για πολύ καιρό και ίσως να είναι ακόμα. Βλέπεις οι δεσμοί που γεννούνται ανάμεσα σε ανθρώπους σε τέτοιες καταστάσεις, ξεπερνάνε τις κανονικές αισθήσεις και τους νόμους της φύσης. Κι εγώ ξέρω ότι ο Γιώρης αποτρελαμένος από το θανατικό που μας έζωνε, έφυγε και χάθηκε στα βουνά.»…
«Κάτι εδώ μέσα» … ακούμπησε το χέρι στην καρδιά του.
«μου λέει ότι ο Γιώρης γυρίζει ακόμα στα λιβάδια και τις ρεματιές εκεί πάνω, αναζητώντας τον Γιάννικο… κι έτσι πεισματάρης που είναι δεν θα σταματήσει άμα δεν τον βρει. Πλησιάζουν οι μέρες που θα πάω κι εγώ να τους συναντήσω και να γίνουμε πάλι παρέα όπως τότε»
Το κρασί είχε τελειώσει μαζί με τη διήγηση του γέρο Παντελή. Αν έπεφτε μια καρφίτσα μέσα στο καπηλειό θα ακουγόταν σαν έκρηξη.
Φαντάζομαι ότι αν κανείς κάθεται στην πολυθρόνα του και διαβάζει τούτες τις γραμμές περιτριγυρισμένος από τον πολιτισμό και τις ανέσεις του σπιτιού του, θα αναρωτιέται για πολλά πράγματα και θα βρίσκει κενά στη διήγηση.
Οι φόβοι για τις νεραΐδες και τα ξωτικά θα του φαίνονται αστείοι κι αδιάφοροι και τα περισσότερα απ’ αυτά δεν θα τα πιστεύει έτσι κι αλλιώς.
Αλλά ξέρω πως λιγότεροι από μια χούφτα από σας θα τολμούσατε να περάσετε ένα βράδυ ολομόναχοι σε κείνο το καταραμένο βουνό. Κι ακόμα λιγότεροι θα τολμούσατε να περάσετε μόνοι σας το κατώφλι της σπηλιάς που την λένε Νεραϊδότρυπα. Ξέρω πως αν είχατε μπολιαστεί από παιδιά με τον φόβο από τις ιστορίες των ζώων και των ανθρώπων που χάθηκαν εκεί πέρα, πολύ δύσκολα θα αποφασίζατε να παίξετε τους ήρωες ή να κρίνετε τούτο και το άλλο.
Ξέρω ακόμα, πως ο φόβος θα αντιπάλευε με την περιέργειά σας κι αυτή η διαμάχη μέσα σας θα σας στερούσε τον ύπνο για πολλές σκοτεινές νύχτες. Είσαστε τυχεροί λοιπόν που ζείτε στις κατάφωτες πόλεις. Που απολαμβάνεται τον φράχτη που χτίσατε γύρω σας και που νομίζετε πως σας προφυλάγει από τα μυστικά της νύχτας. Αλλά συχνά η αίσθηση ασφάλειας σας κάνει ευάλωτους κι ανόητους. Σας κρύβει αυτό που θέλετε να αποφύγετε κι έτσι είστε τυφλοί σαν τις νυχτοπεταλούδες που χτυπάνε με δύναμη και καίγονται στις λάμπες.
Να ξέρετε όμως πως όλα αυτά υπάρχουν εκεί έξω… κι αν αποφασίσετε να απαλλαγείτε για λίγο από το καβούκι του πολιτισμού, θα σας χτυπήσουν την πόρτα. Καλά θα κάνετε να μην ανοίξετε…

Την επόμενη μέρα ο γέρο Παντελής ήρθε στο αντίσκηνό μου και με βρήκε να κρατάω σημειώσεις. Με πήρε από το χέρι και μου είπε να τον ακολουθήσω.
Περάσαμε όλο το χωριό από τα καλντερίμια και τα σοκάκια μέχρι που φτάσαμε σπίτι του κι όλη αυτή την ώρα μου έσφιγγε τον καρπό σαν τον πατέρα που περνάει το παιδί του από έναν πολυσύχναστο δρόμο.
«Έχω κάτι για σένα» μου είπε όταν ξεκλείδωνε την πόρτα...

Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που είδα τελευταία φορά τον γέρο Παντελή. Αλλά μέσα σε ένα κρυφό διπλοκλειδωμένο συρτάρι στη βιβλιοθήκη μου, υπάρχει ένα δέμα από μεταξωτό, αραχνοΰφαντο πανί. Δεν το άνοιξα ποτέ κι ελπίζω να μη χρειαστεί. Αλλά είναι μαλακό σαν πούπουλο και μυρίζει φρέσκο ψωμί που λες ότι μόλις το έβγαλες από το φούρνο. Μια φορά το μήνα, κλειδώνομαι στο σπίτι μόνος μου κι ανοίγω το κρυφό συρτάρι μου. Κάθομαι και κοιτάω με τις ώρες το μικρό δέμα που μου έκανε δώρο...
«Μόνο μια μπουκιά τη μέρα, από μεσάνυχτα σε μεσάνυχτα, και μόνο αν το ‘χεις ανάγκη» σκέφτηκα.

Και αν κάποιος από σας θέλει να διαπιστώσει αν του λέω αλήθεια, δεν έχει παρά να μπει απρόσκλητος στο σπίτι μου και να ψάξει να βρει το μικρό δέμα. Μέσα στο κλειδωμένο συρτάρι υπάρχει η μοναδική απόδειξη για τούτη την ιστορία.
Ίσως το κλειδωμένο συρτάρι να είναι κάποιος άβατος και κρυφός συμβολισμός για το μυαλό μου… δεν ξέρω. Κι ούτε πιστεύω ότι θα μάθω ποτέ. Όπως κι εσείς άλλωστε μιας και εξαρχής σας έχω διαβεβαιώσει ότι σας διηγούμαι ψέματα.
Αληθινά ψέματα…











Αν θέλετε να επικοινωνήσετε με το Pick a Peak team και τον Martin McDarren, μπορείτε να καλέσετε στο τηλέφωνο 6979344449 ή να στείλετε e-mail στο martinmcdarren@gmail.com

Άρθρα και Ρεπορτάζ
Αν θέλετε άρθρα και ρεπορτάζ για το περιοδικό έντυπό σας, την εφημερίδα σας, την ιστοσελίδα σας, το Blog σας, επικοινωνήστε μαζί μας.
Η θεματολογία που καλύπτουμε αφορά στον ταξιδιωτικό τουρισμό, τον αγροτουρισμό, την οικολογία, την λαϊκή κουλτούρα, την λαογραφία, το off roading, την επιβίωση και την Γεωγραφία

Τηλεοπτική Παραγωγή (Tv - Cable Tv - Internet Tv - Radio Broadcast) 
Παράγουμε τηλεοπτικές εκπομπές με την προηγούμενη θεματολογία και συνεργαζόμαστε με τηλεοπτικούς παραγωγούς και παρουσιαστές του Tv σταθμού σας. Ο εξοπλισμός μας είναι στην αιχμή του δόρατος της τεχνολογίας και παράγουμε προϊόν εικόνας συμβατό με οποιοδήποτε κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό Format (HDVideo 16/9 - 4/5 ή οτιδήποτε άλλο σας εξυπηρετεί). Κάνουμε το Editing και το montage σε ιδιόκτητο mobile studio κι έχουμε δυνατότητες real time streaming για το Internet και broadcasting για του επίγειους.

Αναδημοσίευση.
Αν θέλετε να αναδημοσιεύσετε τα Άρθρα μας που αναρτώνται εδώ, μπορείτε να πάρετε άδεια και να το κάνετε (χωρίς οικονομικό αντίτιμο) Αρκεί να μας ενημερώσετε και να τοποθετήσετε έναν Banner σύνδεσμο ή μια διαφήμιση του Pick A Peak στο μέσον που θα γίνει η αναδημοσίευση.

Επικοινωνήστε μαζί μας για περισσότερα.



The Pick A Peak team







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Be nice to people